40. "Αλλά;"

Începe de la început
                                    

«Άλκη, η Αλεξία, η Γεωργία, ο Κώστας και η Μαρία.» λέω. Εκείνος δίνει το χέρι του, λέγοντας τους πως χάρηκε για τη γνωριμία «Είναι το αγόρι μου.»

«Επιτέλους, το είχες εκθέσει το παλικάρι, τσουχτρα!» με κοροϊδεύει ο Κώστας, χτυπώντας παλαμάκια.

«Τι φωνάζεις μωρέ μαλακα;» ρωτάει μπερδεμένος ο Ρους. Γυρίζω να τον κοιτάξω και σκαλώνει.

Σίγουρα δεν περίμενε να με δει. Ωστόσο, το ίδιο ισχύει και για μένα.

Είχε καιρό να πατήσει πόδι στη σχολή, πάνω από μήνα.

«Αλκη, πως και από τα μέρη μας;» ρωτάει με ύφος, αγνοώντας την ύπαρξη μου. Το βλέμμα του όμως, παραμένει πάνω μου.

Ο Άλκης φαίνεται να κρατιέται ώστε να μην δώσει έκταση.

«Είπε το παλικάρι να φέρει τη κοπέλα του στη σχολή.» λέει ο Κώστας.

Ο Ρουσσάκης δεν παίρνει το βλέμμα του από πάνω μου. Θα έλεγε κανείς από το ύφος του πως είναι σαν να θίχτηκε, πληγώθηκε και παράλληλα έμαθε ότι πέθανες κάποιος και ταυτόχρονα πως παθαίνει εγκεφαλικό.

Και δεν υπερβάλω ούτε τόσο δα!

«Ναι, όχι σαν εσένα που με αφήνεις να παίρνω το λεωφορείο.» παραπονιέται η Γεωργία.

«Άσε με ρε μωρό μου, βαριέμαι να οδηγώ πρωινιατικα.»

«Ναι, σε είδαμε και το βράδυ.» τον πειράζει η Αλεξία.

Στο μεταξύ ο Ρους συνεχίζει να με κοίταζει, αγνοώντας τους πάντες.

«Πόσο καιρό είστε μαζί;» πετάει.

Ο Άλκης με αγκαλιάζει, τοποθετώντας το κεφάλι του πάνω από το δικό μου.

«Νομίζω πως αυτό δεν σε αφορά, Βασίλη.» απαντάω έξω από τα δόντια.

«Ξέρεις ότι πηδιομασταν, έτσι;» λέει καυστικά, κοιτώντας τον Άλκη.

Ο Άλκης τιναζεται αλλά τον προλαβαίνω.

Η σφαλιάρα που ρίχνω στον Βασίλη καίει τη παλάμη μου.

Περνάω από δίπλα του κρατώντας το χέρι του Άλκη.

«Δεν έχεις ιδέα πόσο χαίρομαι που οι μαλακιες που λες δεν είναι αλήθεια.» πετάω και προχωράω προς το αυτοκίνητο, τραβώντας τον Άλκη μαζί μου.

Νιώθω πως αν αφήσω το χέρι του, θα τον πλακώσει στο ξύλο.

Όταν φτάνουμε στο αυτοκίνητο, χτύπα επανελλημενα τη ζάντα.

«Θα τον πλακώσω στο ξύλο τον καριόλη.» λέει έξαλλος.

«Ήθελε να μπει στο μυαλό σου, μην τον αφήνεις.» λέω απαλά.

«Τι σκατά έκανε για να σε αξίζει αυτός ο καριόλης;» λέει πληγωμένος.

«Άλκη, δεν κοιμήθηκα ποτέ μαζί του, τα έχουμε ξανά πει αυτά.»

Κλείνει σφιχτά τα μάτια του «Το ξέρω, γαμώτο και σε πιστεύω.»

«Αλλά;» ρωτάω.

«Έκλαψες τόσα βραδιά στην αγκαλιά μου για πάρτη του κι ο τρόπος που μιλάει για σένα μπροστά μου... Δεν έχει σημασία αν είναι αλήθεια ή ψέματα... Δεν μπορώ να χωνέψω το θράσος του!» λέει.

«Μην του δίνεις σημασία, μωρό μου.»

«Δεν του αξίζεις, πότε δεν του άξιζες.» λέει. Με πλησιάζει και αγκαλιάζει το πρόσωπό μου με τις παλάμες του.
«Σ' αγαπάω, Σεληνάκι μου και θα κάνω ο,τι περνάει από το χέρι μου για να είσαι ευτυχισμένη.» λέει.

Τα χείλη του ακουμπούν στα δικά μου, φιλωντας με τρυφερά. Σκύβει, ακουμπώντας το μέτωπό του στο δικό μου.

«Δεν θέλω να απαντήσεις τυπικά, δεν με νοιάζει. Απλώς ήθελα να το ξέρεις. Δεν είναι μόνο ερωτικό, είναι και αυτό το δέσιμο που είχαμε πάντα. Σ' αγαπάω.» λέει ξανά με ένα χαμόγελο.

Χαμογελάω μα όταν πάω να μιλήσω, μου κλείνει το στόμα με ένα φιλί.

«Τραβά για μάθημα και να προσέχεις!» λέει τρυφερά. Γνεφω καταφατικά και αφήνω άλλο ένα φιλί στα χείλη του προτού μπει στο αυτοκίνητο του και χαθεί από το οπτικό μου πεδίο.

Γυρίζω πίσω και βλέπω τον Κώστα να με πλησιάζει, με τον Ρουσσάκη να μας κοίταζει από μακριά, καπνίζοντας το τσιγάρο του.

«Είσαι εντάξει;» ρωτάει ανήσυχος.

«Θα είμαι εντάξει όταν θα έρθει η μέρα που δεν θα χρειάζεται να βλέπω το πρόσωπό του.» λέω σκληρά. Εκείνος με αγκαλιάζει, μην έχοντας να σχολιάσει κάτι.

«Πάμε μέσα; Φάγαμε και το ακαδημαϊκό τέταρτο.» γελάω με τον χαζό και γνεφω καταφατικά, ακολουθώντας τον.

______________

Όλα καλά;

Τι λέει;

What IfUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum