«Ξέρω πως φοβάσαι.»

«Δεν σου τη δίνει να σε γνωρίζω ως φίλο μου ακόμα;»

«Θέλω να είσαι εσύ εντάξει.» απαντάει.

«Όχι, ρε Άλκη, όχι!» φωνάζω. Με κοίταζει σαν να με είμαι τρελή «Σε μια σχέση πρέπει να είναι και οι δύο εντάξει.»

«Είμαι εντάξει αν είσαι και εσύ.»

«Άλκη, δεν πάει έτσι το πράγμα.» λεω.

Σηκώνει αδιάφορα τους ώμους «Δεν με νοιάζει καθόλου. Είπαμε, όχι ταμπέλες, όχι βιασύνες, συμφωνήσαμε και οι δύο σε αυτό. Είμαστε εντάξει.» λέει με το χαμόγελο στα χείλη «Σταμάτα να βρίσκεις διαρκώς ψεγάδια.» λέει τρυφερά.

«Ω, χρησιμοποιεί και εκλεπτυσμένες λέξεις τώρα.» τον πειράζω. Αφήνει τα πιάτα μας στον νεροχύτη και περνάει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου «Έκανα το διάβασμά μου.» γελάει.

«Τώρα ας σε πάμε μέχρι τη σχολή γιατί κάποιοι δουλεύουμε κιόλας.» γελάει.

«Εσύ κυρίως δουλεύεις τον κόσμο ωστόσο.» μπαίνω στο αυτοκίνητο και κάνει πως θίγεται.

«Εγώ; Που χυνω αίμα, δάκρυα και υδρωτα στη δουλειά;!»

«Μωρό μου, σε γραφείο δουλεύεις, όχι σε οικοδομή.»

«Ξέρεις τι βαθμό δυσκολίας έχουν τα τιμολόγια;» κοροϊδεύει.

«Είσαι χαζός, αλήθεια.» χαϊδεύει το γόνατο μου ως απάντηση και αφήνω το χέρι μου πάνω στο δικό του για την υπόλοιπη διαδρομή.

Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, ο Άλκης με κοίταζει μουτρωμενος.

«Δεν έχω φιλί;» παραπονιέται.

«Δεν θα με πας μέχρι μέσα;» προτείνω. Εκείνος με κοίταζει μπερδεμένος, μιας και δεν του το έχω ξαναπεί. Ωστόσο, κοίταζει το ρολόι του.

«Έχω πέντε λεπτάκια πιστεύω.» χαμογελάει. Κλειδώνει το αυτοκίνητο και με ακολουθεί. Γυρίζω να τον κοιτάξω και τείνω το χέρι μου προς το μέρος του.

Εκείνος πλέκει τα δάχτυλά μας μεταξύ τους χωρίς δεύτερη σκέψη.

Περπατάμε μαζί μέσα στη σχολή και τον σερνω μαζί μου μέχρι τη παρέα μου.

«Που είσαι μωρή;» παραπονιέται η Αλεξία.

«Μάλλον την πλάκωσε το πάπλωμα.» λέει η Γεωργία πονηρά.

«Μπα, μάλλον κάποιος άλλος τω πλάκωσε.» συνεχίζει η Αλεξία. Τις κοιτάζω και τις δύο με μισό μάτι, μιας και δεν είμαστε μόνες, και το κόβουν.

What IfΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα