Part 1

7.1K 220 22
                                    

Ήταν η μέρα. Η μέρα της επίθεσης. Όλοι είμασταν προετοιμασμένοι από καιρό. Θα χυνόταν αίμα. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Όμως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.

Είχαμε δώσει συνάντηση τα ξημερώματα. Εκείνοι νόμιζαν ότι θα κάναμε ανακοχη. Μετά από δύο αιώνες μίσους ανακοχη. Εμείς όμως είχαμε σκοπό να του σκοτώσουμε. Έναν προς έναν. Να τους αφανίσουμε όλους.

Πριν από 2 αιώνες ένας μακρινός μου πρόγονος ερωτεύτηκε μια δικιά τους. Ήταν ξεκάθαρο πως θα ξεσπούσε πόλεμος. Ένας δαίμονας να ερωτευτεί μια άγγελο

Ξεκινήσαμε κατά τις 5 το πρωί. Ήμουν έτοιμος να πολεμήσω. Ένιωθα δυνατός. Ήξερα ότι παρόλο που ήμουν ο πιο μικρός μπορούσα να μιλήσω αρκετά πιο έμπειρους και δυνατούς από εμένα.

Καθώς προχωρούσαμε ένιωσα ένα περίεργο συναίσθημα. Σαν σφίξιμο στο στομάχι. Παράξενο είχα χρόνια να νιώσω έτσι. Είμασταν στο δάσος. Όμως εμένα κάτι με τραβούσε προς την πόλη. Σαν μαγνήτης. Παρόλο που ήξερα πως το καθήκον μου είναι να βοηθήσω την ομάδα ήξερα κάτι με ωθούσε εκεί. Χωρίς να το πολυσκεφτω άρχισα να τρέχω αψηφώντας τις φωνές των αδελφών μου. Ευτυχώς μια από τις ιδιότητες μου ως δαίμονας είναι ότι τρέχω πολύ γρήγορα. Το ένστικτο μου με οδήγησε σε μια αρκετά ψηλή πολυκατοικία στο κέντρο της πόλης. Λογο της ώρας δεν είχε κόσμο.

Έψαξα λίγο γύρω μου για να βρω το λόγο που οδηγήθηκα εδώ. Ξαφνικά γυρίζοντας είδα ενα κοριτσάκι γύρω στα 10 να είναι στο μπαλκόνι του σπιτιού της και να κοιτάει από κάτω. Μια δεύτερη ιδιότητα που έχω είναι να διαβάζω το μυαλό των άλλων και να μπορώ να καταλάβω τι έχουν σκοπό να κάνουν.

Αμέσως κατάλαβα πως ήθελε να πέσει από κάτω. Ανέβηκα όσο πιο γρήγορα γινόταν και πήγα κοντά της

-" μικρουλα τι έχεις" τη ρώτησα όσο πιο γλυκά μπορούσα. Η αλήθεια είναι πως δεν ειμαι και αρκετά δοτικος με τους ανθρώπους

-" τίποτα κύριε ειμαι καλά" Είπε ενώ κοίταξε κάτω από το μπαλκόνι

-" εγώ λέω καλύτερα να κάτσω να σου κάνω παρέα" της είπα και την πήρα να κάτσουμε σε κάτι καρέκλες που είχε έξω

-" για πες μου τώρα γιατί θες να αυτοκτονήσεις;"

-" που το ξέρετε; και βασικα πως βρεθήκατε εδω; θα φωνάξω τη μαμά μου" Είπε φανερά αναστατωμένη ενώ εγώ την κράτησα από τα χέρια και την ξαναεβαλα στη θέση της

-" Δεν νομίζω να θες να πω στη μαμά σου τι ήθελες να κάνεις" της είπα και εκείνη με κοίταξε και χαμογέλασε. Τι όμορφο χαμόγελο. Αγνό. Αθώο. Χωρίς κακία και μίσος.

Me and my DemonWhere stories live. Discover now