0.7

1.2K 78 0
                                    

Ένιωθε πως έπεφτε από ένα βουνό, τραβώντας βράχους και κλαδιά προσπαθώντας να βρει κάτι να κρατηθεί. Δάκρυα έκαιγαν τα μάτια του, και οι ανάσες του ήταν κοφτές, απελπισμένες κραυγές. Δεν ήθελε ποτέ να καταλήξει εδώ, ζώντας με μια γυναίκα σχεδόν μια δεκαετία μεγαλύτερή του. Ήταν 23, υποτίθεται πως έπρεπε να είναι έξω να ζει και να ανακαλύπτει τον κόσμο, όχι να είναι κολλημένος εδώ, να κοιμάται με κάποια που δεν αγαπά για να μην πληρώνει ενοίκιο. Ποτέ δεν είχε ξανανιώσει πιο φθηνός, γιατί τη στιγμή που τελείωσαν, εκείνη γύρισε από την πλευρά της και αποκοιμήθηκε, αφήνοντάς τον μόνο με τις σκέψεις του. Πνιγόταν, και δεν ήταν κανείς εκεί για να τον σώσει. 

Οι σανίδες στο πάτωμα έτριξαν κάτω από τα γυμνά πόδια του καθώς φόρεσε ένα μπλουζάκι και βγήκε από το δωμάτιο. Ένιωθε σαν να μην υπήρχε αρκετός αέρας στο σπίτι, σαν κάποιος να είχε σφραγίσει όλες τις πόρτες, και σιγά σιγά ξέμεναν από οξυγόνο. Έπρεπε να αναπνεύσει. Έπρεπε να βγει από αυτό το σπίτι. 

Η κλειδαριά ακούστηκε καθώς άνοιξε την πόρτα της αυλής, ήταν τόσο σκοτεινά που ίσα ίσα μπορούσε να διακρίνει τη σκιά της μεγάλης κερασιάς. Το σκότος τον τύλιγε, και μέσα στη νύχτα, μπορούσε επιτέλους να ξαναναπνεύσει. 

Ένας κρύας άνεμος πέρασε από τα πόδια του και ανατρίχιασε. Ο άνεμος έκανε έναν ήχο, σαν τον αναστεναγμό ενός ανθρώπου που δεν είχε κοιμηθεί για εκατό χρόνια, αλλά δεν ήταν ο άνεμος. Όχι, κάτι άλλο ήταν. 

Η Αδελαΐδα καθόταν στην άκρη της άδειας πισίνας, τα πόδια της κρέμονταν στην άκρη της τρύπας. Μια παχιά κουβέρτα ήταν τυλιγμένη γύρω από τους ώμους της, και τα ξανθά μαλλιά της τα φυσούσε ο άνεμος. Στάθηκε για λίγο, σκεφτόμενος αν θα έπρεπε να την πλησιάσει ή όχι. Εκπλήχτηκε από το πόσο πιο πρόθυμος ήταν να κάτσει δίπλα της, από όταν έπρεπε να κάτσει δίπλα στην Αμπιγκέιλ νωρίτερα, αλλά αποφάσισε να μην το αφήσει να τον σταματήσει. Η Αδελαίδα ήταν εκεί τώρα, και αν ήθελε να κάτσει δίπλα της θα το έκανε. 

Οπότε περπάτησε προς το μέρος της, κρεμώντας τα πόδια του στο χείλος της πισίνας καθώς έκατσε κάτω. 

"Λίγο κρύο για κολύμπι, δε νομίζεις;"είπε, ένα πλάγιο χαμόγελο έπαιζε στη γωνία των χειλιών του. Άφησε ένα γελάκι και τον κοίταξε. "Οτιδήποτε για να αποφύγω τον ήχο εσένα να πηδάς τη μητέρα μου." Ήξερε πως το είπε για να τον κάνει να νιώσει αμήχανα, και τον έκανε, αλλά όχι όσο νόμιζε. "Ω." ήταν το μόνο που μπορούσε να πει, πάντα φαινόταν να χάνει τα λόγια του όταν ήταν κοντά της. Ήταν λες και η ψυχή της έπιανε τόσο πολύ χώρο, που δεν άφηνε καθόλου για τις μικρές, αξιολύπητές του λέξεις. Έμοιαζε υπερβολικά σημαντική για αυτές. 

"Γιατί μένεις μαζί της;"ρώτησε. "Πιθανότατα μπορείς να έχεις όποια θες, και διάλεξες τη μητέρα μου, γιατί;"

"Δεν ξέρω, υποθέτω είναι επειδή είμαι πολύ φοβισμένος για να φύγω." απάντησε, νιώθοντας ενοχές να τον βαραίνουν καθώς έλεγε την αλήθεια που τόσο σύντομα είχε ανακαλύψει. "Την αγαπάς;"η ερώτησή της ήταν πιο απότομη κι απ'τον χειμωνιάτικο αέρα. "Εγώ...Εγώ, ε"

"Αν η απάντησή σου δεν είναι προφανής, τότε ίσως θα έπρεπε να φύγεις."δεν είχε ιδέα από πού ερχόντουσαν τα λόγια της, αλλά έπεσα από το στόμα της πριν μπορέσει να τα σταματήσει. Ήταν σαν νερό που πλησίαζε τον καταρράκτη, αδύνατο να σταματήσει πριν πέσει στο κενό. Έμοιαζε σοκαρισμένος. Τα πράσινα μάτια του κινήθηκαν μπρος και πίσω, και τα σκούρα φρύδια του ήταν μπλεγμένα σε ένα συνοφρύωμα. Τα παχουλά του χείλη κρεμόντουσαν σε έναν κύκλο, και ήταν αδύνατο να βρει κάτι να πει.

Είχε δίκιο·αν δεν ήταν σίγουρος πως την αγαπάει, γιατί έμενε; Τίποτα δεν τον σταματούσε από το να σηκωθεί και να φύγει αυτή τη στιγμή, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να το κάνει. 

"Θέλεις να φύγω;"επιτέλους μίλησε. "Όχι." η απάντησή της βγήκε πολύ γρήγορα, σαν να ήταν κάτι που το είχε προβάρει. "Όχι, δεν θέλω να φύγεις." τα δάχτυλά της έτρεμαν καθώς έπαιζε με τις ραφές της μπλούζας της. Φορούσε ακόμα την ίδια, λερωμένη με κρασί μπλούζα.

"Γιατί πίνεις τόσο πολύ;"ρώτησε, όχι πραγματικά περιμένοντας μια αληθινή απάντηση. "Ξέρεις πως είσαι ο πρώτος που μου το ρωτάει αυτό, σωστά;" τα μεγάλα μπλε μάτια της έλαμπαν στο χαμηλό φως. Ήταν γεμάτα με μια ειλικρίνεια που δεν είχε ξαναδεί στην πραγματικότητα, μόνο το είχε διαβάσει σε βιβλία άλλης εποχής. "Όχι, δεν το ξέρω."

"Λοιπόν είσαι, όλοι οι άλλοι απλώς υποθέτουν πως δεν θέλω να μιλήσω γι'αυτό, ή, όπως η μαμά μου, δεν νοιάζονται." πήρε μια απότομη ανάσα, λες και το να μιλάει την κούραζε πολύ. "Αλλά υποθέτω γι'αυτό το κάνω, γιατί μπερδεύει τον κόσμο, γιατί τους κάνει να με βλέπουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Με βλέπουν σαν ένα παιδί με προβλήματα, ή σαν ένα κορίτσι που δεν νοιάζεται για τίποτα, που είναι χίλιες φορές καλύτερο από την αλήθεια."

"Και ποια είναι η αλήθεια;"η ερώτηση την έκανε να γελάσει, και την είδε να σκουπίζει ένα μικρό δάκρυ στο σκοτάδι. "Η αλήθεια; Ότι νοιάζομαι τόσο πολύ που πονάω; Ότι νιώθω τα πάντα με τόσο βάθος; Ότι αγαπάω τόσο έντονα και παθιασμένα, που τα πάντα μοιάζουν να διαλύονται στα χέρια μου; Αυτή είναι η αλήθεια;" δεν έκλαιγε πια, αλλά ο Χάρι μπορούσε ακόμα να νιώσει το πάθος που εξέπεμπε το κορμί της. Ήθελε να ξεντωθεί, ήθελε να την αγγίξει, να της δώσει λίγη άνεση, αλλά δεν το έκανε. Δεν ήθελε να αγγίξει το ραδιενεργό κομμάτι τέχνης μπροστά του, γιατί φοβόταν πως θα έσπαγε σε ένα εκατομμύριο κομμάτια εάν το έκανε. 

"Αρκετά," ψιθύρισε. "Αρκετά τώρα."φίλησε το μάγουλό του και ψιθύρισε ένα απαλό 'καληνύχτα' πριν σηκωθεί, αφήνοντάς τον μόνο στο νυχτερινό σκοτάδι. 

Daddy Issues ||h.s.(Ελληνική Μετάφραση)Where stories live. Discover now