Stay Away 2°

2.1K 107 0
                                    

Ένα μήνα νωρίτερα

Ο ενοχλητικός ήχος από το μικρό ξυπνητήρι πάνω στο κομοδίνο την ανάγκασε να ανοίξει τα μάτια της. Τεντώθηκε προκειμένου να το κλείσει αλλά εκείνο έπεσε κάτω προκαλώντας της αυτόματα μια έκρηξη θυμού. Άνοιξε τα χείλη της για να βρίσει μα τα ξαναέκλεισε αγανακτισμένη. Στο σπίτι της θεωρούσαν απαράδεκτη τη χυδαία φρασεολογία. Όταν ήταν μόνη εκφραζόταν πιο ελεύθερα μα δεν ήθελε να πάρει το ρίσκο μια επερχόμενης κατσάδας.
Σύρθηκε ως την άλλη άκρη και πιάνοντας το στα χέρια της το έκλεισε και σηκώθηκε. Μηχανικά ξεκίνησε την καθημερινή της ρουτίνα κάνοντας ένα γρήγορο ντουζ. Βγήκε από το μπάνιο και άνοιξε την ντουλάπα της επιλέγοντας δίχως να το πολυσκεφτεί ένα μαύρο σκισμένο τζιν και μια γκρι φούτερ μπλούζα.
Μπορεί η Καταλίνα να άνηκε σε μία πλούσια οικογένεια, αλλά δεν της άρεσε καθόλου να επιδεικνύει την οικονομική της ευχέρεια. Δεν ήθελε να τραβάει την προσοχή και γι’ αυτό επέλεγε συνειδητά το ντύσιμό της να μην είναι κραυγαλέο, λόγος που πολλές φορές την έφερνε σε αντιπαράθεση με τη μητέρα της, η οποία πίστευε πως η κόρη της έκανε λάθος στιλιστικές επιλογές.
Κατέβηκε την πελώρια σκάλα και στο τελείωμα της συνάντησε τη Μελ. Σχετικά μικρή-γύρω στα είκοσι- ήταν η υπάλληλος που διέμενε στο σπίτι, με την οποία η Καταλίνα είχε καλές σχέσεις λόγω της κοντινής τους ηλικίας.
«Καλημέρα, κυρία Καταλίνα» τη χαιρέτησε τυπικά.
«Μελ, πλάκα μου κάνεις;» τη ρώτησε εκείνη αγανακτισμένα.
Η μελαχρινή κοπέλα έστρεψε το βλέμμα της προς την ανοιχτή πόρτα της τραπεζαρίας και η Καταλίνα κατάλαβε αμέσως.
«Συγγνώμη, απλώς ξέρεις... πρέπει να κρατάω τους τύπους, γιατί αν με ακούσει η κυρία Άννα…» Η Καταλίνα σηκώνοντας το χέρι της, της έκανε νόημα να σταματήσει. Δεν ήθελε να αναμασάει συνεχώς τα ίδια και τα ίδια αφού η Μελ όσο κι αν η ίδια προσπαθούσε πάντοτε θα φοβόταν να εκφραστεί πιο ελεύθερα. Η νεαρή κοπέλα κατέβασε το κεφάλι και συνέχισε το δρόμο της ενώ η ίδια προχώρησε προς τη τραπεζαρία.
Το επικριτικό βλέμμα της μητέρας της, καθώς εκείνη μπήκε μέσα στη μεγάλη αίθουσα, ήταν αρκετό για να της δημιουργήσει νευρικότητα.
«Καλημέρα, Καταλίνα» είπε και την επεξεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω. «Πόσες φορές σου έχω πει πως ένα τέτοιο ντύσιμο δεν αρμόζει σε μία Μορέττι;»
«Μαμά, νομίζω πως το έχουμε συζητήσει αυτό και, χωρίς να θέλω να σου φέρω αντίρρηση, πιστεύω πως επιτέλους πρέπει να καταλάβεις ότι πηγαίνω σχολείο και όχι σε κάποια δεξίωση» ανταπάντησε αμέσως
«Η μητέρα σου δε σου το λέει για κακό. Ξέρεις πολύ καλά πόσο πολύ σε αγαπάει» επενέβη ο πατέρας της.
Η Καταλίνα πήρε το μπολ με τα δημητριακά μπροστά της και ξεκίνησε να τρώει κρίνοντας άσκοπο να ξεκινήσει μία ανούσια κουβέντα που θα κατέληγε σε ασυμφωνία σίγουρα.
Δεν πέρασαν μερικά λεπτά ησυχίας και ο πατέρας της μίλησε ξανά: «Καταλίνα, πρέπει να ετοιμάσεις την αίτησή σου για το Γέιλ».
Το γεμάτο κουτάλι έμεινε μετέωρο πριν το βάλει στο στόμα της.
Γιατί, διάολε της το έκαναν αυτό κάθε πρωί, αναρωτήθηκε.
«Δε θα πάω στο Γέιλ, σας το ξεκαθάρισα εδώ κι ένα χρόνο» αντέδρασε αγανακτισμένη.
«Μα γιατί; Εγώ και ο πατέρας σου σπουδάσαμε εκεί. Είναι παράδοση το συγκεκριμένο κολέγιο για την οικογένειά μας»  επέμεινε η Άννα.
«Δυστυχώς η παράδοση θα σταματήσει σε εσάς. Εγώ θα σπουδάσω φιλοσοφία και θα κάνω αιτήσεις στα ανάλογα πανεπιστήμια» εξήγησε κοφτά.
«Άχρηστες σπουδές» σχολίασε ο πατέρας της.
«Αυτή είναι η δική σου άποψη. Η ζωή όμως είναι δική μου και θα με κάνατε πραγματικά ευτυχισμένη, αν σταματούσατε επιτέλους να παρεμβαίνετε. Με έχει πραγματικά κουράσει η στάση σας» ξέσπασε οργισμένη.
Οι γονείς της κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Κατάλαβαν πως είχαν ξεπεράσει τα όρια της.
«Εντάξει, παιδί μου» αναστέναξε η Άννα.
«Μπορώ δηλαδή να φοράω ό,τι θέλω πλέον χωρίς να παραπονιέσαι;»  ρώτησε καχύποπτα τη μητέρα της κι εκείνη ένευσε καταφατικά.
Έπειτα κοίταξε τον πατέρα της με το ίδιο βλέμμα .
«Κι εσύ θα σταματήσεις κάθε πρωί να μου αναφέρεις το Γέιλ;»
«Το όνειρό μου είναι να διοικήσεις εσύ μια μέρα την εταιρία. Ήθελα απλώς να πάρεις τα εφόδια, αλλά αφού δε θέλεις, δεν μπορώ να σε πιέσω» είπε παραιτημένος ο πατέρας της.
«Ευχαριστώ για τη κατανόηση σας. Και τώρα ας φάμε σαν άνθρωποι σας παρακαλώ γιατί θα αργήσω». Μόλις τέλειωσε το γεύμα της, τους αποχαιρέτησε, πήρε τα κλειδιά του αυτοκίνητου, που ήταν κρεμασμένα στη θήκη δίπλα από την εξώπορτα και βγήκε έξω. Έκλεισε τα μάτια της και άφησε το δροσερό αεράκι να γεμίσει κάθε κύτταρο του κορμιού της.
Το μαύρο αγαπημένο της αμαξάκι ήταν σταθμευμένο στο πάρκινγκ. Θα μπορούσε να είχε ένα μεγάλο και ακριβό, όμως αυτό δε θα ταίριαζε ποτέ στην ιδιοσυγκρασία της.
Από μικρή, ο πατέρας της την έβαζε στη θέση του οδηγού και της μάθαινε να οδηγεί και όταν έκλεισε τα δεκαέξι, εκείνος της πήρε ως δώρο για τα γενέθλιά της ένα αυτοκίνητο της αρεσκείας της. Μικρό και φθηνό.
Χαιρέτησε τον κηπουρό και κατευθύνθηκε προς το γκαράζ. Μπήκε μέσα και πέταξε την τσάντα της στο κάθισμα του συνοδηγού. Με μηχανικές κινήσεις έβγαλε το κινητό, το τοποθέτησε στην ειδική θήκη του ταμπλό και, αγγίζοντας την οθόνη, η απαλή μουσική ξεχύθηκε στο χώρο.
Στη διάρκεια της διαδρομής αναλογίστηκε τη συζήτηση που είχε με τους γονείς της. Η ευκολία με την οποία παραιτήθηκαν από τις προσδοκίες που είχαν για την ίδια, δεν ταίριαζε με τον ανυποχώρητο χαρακτήρα τους και αυτό την προβλημάτισε. Ο χρόνος θα έδειχνε αν όντως εννοούσαν όσα της υποσχέθηκαν. Άνοιξε το παράθυρο και ανέβασε την ένταση της μουσικής, ενώ τραγουδούσε δυνατά το αγαπημένο της τραγούδι. Οι δρόμοι ήταν άδειοι κι εκείνη πάτησε ελαφρά το γκάζι για να φτάσει γρηγορότερα στο σχολείο.

Stay Away ΥΠΟ Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα