Kαυγάς!

7.3K 610 3
                                    

Παρόν

-Είσαι ένα κακομάθημενο πλουσιόπαιδο Δημήτρη!του λέω και τρέμω κι εκείνος χαιδεύει το κοκκινισμένο του μάγουλο. Τα μάτια του πετάνε σπίθες. Γυρνάω την πλάτη μου και με γυρνά απότομα μπροστά του.

-Ξέρεις εσυ τι είσαι? μου λέει και το χείλος του τρεμοπαίζει.  

Με πιάνει δυνατά με τα χέρια του, σχεδόν με αγκαλιάζει.  Αλλά με κρατάει τόσο σφιχτά που με πονάει.

-Τι είμαι Δημήτρη? Πες μου να μάθω ! Ποιά νομίζεις οτι είμαι? Θα σου πω εγώ .τα κατάλαβες όλα τέλεια, είμαι μια καιροσκόπος, που όταν έμεινα ορφανή κατέστρωσα σχέδιο για να φάω την περιουσία της γιαγιάς σου, τόσο μοχθηρή .."

"Σκάσε Μαριτίνα απλά σκάσε" γρυλίζει μέσα απο τα δόντια του αλλά δεν πρόκειται να σκάσω. 

Αυτά δεν πιστεύει για μένα?

 "τόσο πονηρή και μετά ήρθα στην πόλη για να γλεντήσω με όποιο άντρα μου έκανε κέφι! Είμαι άξια βραβείου που σε ξεγέλασα ! Τώρα πάρε τα χέρια σου απο πάνω μου, γιατί θα σου κάνω την χάρη κύριε Σταγίτη Μερεμή, να εξαφανιστώ απο την ζωή σου ! "

Τον σπρώχνω δυνατά και φεύγω τρέχοντας για να μην με δεί να κλαίω. Βγαίνω απο το σπίτι, τρέχω στην αυλή, και μια μικρή φωνούλα μέσα μου λέει να γυρίσω πίσω, να δω αν θα τρέξει πίσω μου.

 Με μισώ που είμαι τόσο αδύνατη, με μισώ που αγαπώ το μόνο άνθρωπο που με πλήγωσε τόσο πολύ και μισώ κι εκείνον. Δεν θέλω να τον ξαναδώ ποτέ. Όλα λάθος. 


Ο Δημήτρης έμεινε όρθιος στην μέση του καθιστικού. Το βλέμμα του στυλωμένο έμεινε στον άσπρο τοίχο. Έσφιξε την γροθιά του και την προσγείωσε πάνω του. Κι έπειτα ξεφύσηξε. 

Τον είχε ξεγελάσει. Είναι πουτανάκι σαν όλες τις άλλες που βλέπουν φράγκα και τις γυαλίζει το μάτι. 

Αλλά και πάλι, δεν μπορεί..την ξέρει απο μικρή και..

Σκατά.

 Καλύτερα που έφυγε. Δεν έπρεπε να την προσκαλέσει εξ αρχής. Όταν την είδε να κλαίει στην αυλή πριν έξι μήνες, το σώμα του και η σκέψη του μπήκαν σε αυτόματο πιλότο. Απλά ανταποκρίθηκαν άμεσα σε εκείνη. Αντέδρασε προστατευτικά. Δεν θα την άφηνε μόνη σε καμία περίπτωση. Δεν το είχε σκεφτεί καθόλου δυο μέρες που ήταν κλεισμένος στο σπίτι της γιαγιάς μετά την κηδεία της. Αλλά σαν την είδε μπροστά του να περπατάει στην αυλή, πριν ακόμη λυγίσει και κλάψει, ήταν ξεκάθαρο μέσα του πως εκείνος θα την φρόντιζε. 

Πόσο θα ήθελε να μιλούσε στην γιαγιά του. Ήταν η μόνη γυναίκα που..που τον αγάπησε αληθινά. 

Τακτοποίησε ένα τσουλούφι του που έπεσε μπροστά στο μέτωπο του.

" Δεν θα ασχοληθώ άλλο."

 Μουρμούρησε  και απόρησε την ίδια στιγμή. Ένιωθε ανίκανος να το κάνει. 

Η γιαγιά θα ήθελε να την φροντίσω. Την αγαπούσε. Κι εγώ αγαπώ την γιαγιά μου.

Το μόνο που μπορώ να κάνω , είναι να απομακρύνω τον γέρο απο κοντά της. Και μετά ας κάνει οτι θέλει με την ζωή της.


ΤΑ 24 ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑWhere stories live. Discover now