Κεφάλαιο 5ο - Μετάνοια

738 87 4
                                    

Μετά την κηδεία, ο Χρήστος ζήτησε τη βοήθεια του Γιώργου για να επισκεφτεί την Τζούλια στο νοσομείο. Είχε μάθει πως είχε ξεπεράσει τον κίνδυνο, όμως βρισκόταν σε κώμα και ήθελε να τη δει.

Μετά το αντίο που είπε για πάντα στους δύο φίλους του και συναδέλφους του, ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσει και εκείνη. Τόσες μέρες ένιωθε παγιδευμένος μέσα στο ίδιο του το σώμα, και κάθε φορά που τη σκεφτόταν ένιωθε οργή και πόνο. Οργή που εκείνη τον έσωσε, και πόνο που εκείνη βρισκόταν σε αυτή τη θέση αντί γι' αυτόν.

Με τη βοήθεια του Γιώργου, οι πράκτορες άφησαν το Χρήστο να μπει στο ατομικό δωμάτιο όπου βρισκόταν η Τζούλια. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο και την είδε, του κόπηκαν τα γόνατα. Είχε χάσει το χρώμα της, και είχε σωληνάκια παντού.

"Πώς σε κατάντησα έτσι;" ρώτησε και έκατσε στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι της.

"Συγγνώμη που δεν ήρθα νωρίτερα, όμως πραγματικά μέσα μου επικρατούσε ένα χάος. Φαίνεσαι χάλια...σα να πονάς...τόσο ανήμπορη. Κι όλα αυτά, εξαιτίας μου... Γιατί το έκανες αυτό; Για ποιο λόγο να μπεις μπροστά μου; Μπορείς να μου πεις; Έπρεπε εγώ να φάω τη σφαίρα...έπρεπε εγώ να είμαι νεκρός τώρα..." μιλούσε και της χάιδευε το χέρι ενώ δάκρυα κυλούσαν ανεξέλεγκτα από τα μάτια του.

"Εκείνη τη μέρα, έχασα δύο φίλους μου, δύο άντρες από την ομάδα μου. Πριν λίγο ήταν η κηδεία τους. Μπορείς να μου πεις γιατί αξίζω να ζω εγώ κι όχι εκείνοι; Γιατί να είμαι εγώ ζωντανός; Εγώ φταίω για όλα, εγώ... Κι όμως εγώ είμαι εδώ, στέκομαι στα πόδια μου ενώ οι φίλοι μου θάφτηκαν δύο μέτρα κάτω από τη γη...κι εσύ...εσύ δεν ξέρω αν θα ξυπνήσεις..." συνέχισε ο Χρήστος.

"Είμαι σίγουρος πως αν με έβλεπες τώρα θα μου έλεγες πως κάνω σαν μικρό παιδάκι. Αυτό έκανες πάντα, με ειρωνευόσουν και μου πήγαινες κόντρα σε όλα. Νομίζω μου λείπεις... Σίγουρα μου λείπει η συμπεριφορά σου και η παρέα σου... Πρέπει να ξυπνήσεις. Πρέπει να μου δώσεις εξηγήσεις. Θέλω να μάθω τόσα κι έχω άλλα τόσα να σε ρωτήσω. Δεν αντέχω άλλο θάνατο στις πλάτες μου. Σε παρακαλώ, ξύπνα. Κάν'το για μένα. Ολόκληρη σφαίρα έφαγες για μένα, άνοιξε λίγο και τα μάτια σου..." την παρακάλεσε ενώ συνέχιζε να κλαίει, όμως δεν πήρε καμία απάντηση.

"Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω, μάκαρι να σε είχα προφυλάξει από τη σφαίρα. Τώρα όλα θα ήταν διαφορετικά. Εγώ θα ήμουν νεκρός ενώ οι φίλοι μου κι εσύ θα ήσασταν μια χαρά. Γιατί με έσωσες; Δεν ήθελα να σωθώ... Όχι όταν προκάλεσα τόσο πόνο στους άλλους και τις οικογένειές τους. Δεν μου αξίζει να ζω... Όμως δε μπορώ να κάνω διαφορετικά... Έβαλες σε κίνδυνο τη ζωή σου για μένα και πρέπει να στο ανταποδώσω. Σου υπόσχομαι να αξιοποιήσω τη ζωή μου, χάρη σε 'σένα. Θα προσπαθήσω να βοηθήσω όσους περισσότερους μπορώ. Πρέπει να βρω ένα τρόπο για να ανταποδώσω τη θυσία σου, και μόνο αυτό έχω μάθει να κάνω στη ζωή μου, να βοηθάω αυτούς που το έχουν ανάγκη. Δεν ξέρω αν πρέπει να σε ευχαριστήσω που με έσωσες, όμως σίγουρα δε θα σε κάνω να το μετανιώσεις. Σε παρακαλώ...άνοιξε τα μάτια σου...αυτά τα ελαφίσια μάτια που πάντα με κοιτάζαν δήθεν αθώα και ταυτόχρονα πονηρά... Έλα, Τζουλ, σε παρακαλώ!" συνέχισε εκείνος και έφερε το χέρι της κοντά στο στόμα του για να το φιλήσει.

Ο ένας από τους πράκτορες του έκανε νόημα πως έπρεπε να φύγει γιατι θα άλλαζαν οι βάρδιες σε λίγο, κι εκείνος μηχανικά σηκώθηκε από τη καρέκλα του.

"Πρέπει να φύγω. Θα προσπαθήσω να ξανάρθω. Το καλό που σου θέλω, να ανοίξεις τα μάτια σου σύντομα!" της είπε και τη φίλησε γλυκά στο κούτελο.

Αφού ευχαρίστησε τους δύο πράκτορες μόλις βγήκε από το δωμάτιο της Τζούλια, κατευθυνθηκε προς την έξοδο του νοσοκομείου.

Είχε μεσημεριάσει κιόλας, και έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι του. Είχε κλειδώσει τη Μέλανι μέσα στο διαμέρισμά του καταλάθος, και ήλπιζε να μη την έβρισκε να τον περιμένει σε έξαλλη κατάσταση.

Έχοντας το νου του στην Τζούλια, και παρακαλώντας για να ξυπνήσει το συντομότερο δυνατόν, μπήκε στο αμάξι του και ξεκίνησε για το σπίτι του.

ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ...ΣΕ ΜΠΕΡΔΕΜΑΤΑ (2ο ΒΙΒΛΙΟ) {TYS2023}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα