2. Ένας Απρόσμενος Επισκέπτης

Mulai dari awal
                                    

      Όπως και να είχε το πράγμα, είτε κατάφερναν να συζήσουν είτε όχι, ο Μπιλ αγαπούσε την Μαρία και ήταν σίγουρος για πρώτη φορά στη ζωή του πως είχε κάνει τη σωστή επιλογή. Το ότι τη σκεφτόταν ακόμη και στη δουλειά δεν του έβγαινε πάντοτε σε καλό. Πρώτα πάει το τυρί ή οι πίκλες; αναρωτήθηκε κοιτάζοντας τα αφράτα, αλλά όχι φρέσκα ψωμάκια.

      Έπρεπε να βιαστεί γιατί περίμεναν άλλες δύο παραγγελίες. Έτσι, έβαλε πρώτα το ανησυχητικά κίτρινο τυρί και έπειτα τις πίκλες πάνω από το μπιφτέκι.

      Λες και ο παχύσαρκος που θα το κατασπαράζει θα νοιαστεί για την σωστή θέση τους, σκέφτηκε. Έδωσε τα φαγητά στη Νίκη. Η κοπέλα στεκόταν στο ταμείο σαν βαριεστημένη τηλεπαρουσιάστρια σε κάποιο μεταμεσονύχτιο σόου που δεν έβλεπε κανείς. Η Νίκη ακούμπησε το φαγητό στον πάγκο λέγοντας «Καλή σας όρεξη» λες και ευχόταν το ακριβώς αντίθετο.

       Ο Μπιλ συνέχισε να κατασκευάζει γρήγορα «σαβούρες» -άλλη μια φράση της Μαρίας– και ήξερε πως μέχρι τη μία το βράδυ θα είχε πολύ δουλειά, όπως κάθε Σαββάτο άλλωστε. Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά μέσα στη ζέστη και την αποπνιχτική μυρωδιά της λαδίλας. Ο Μπιλ ένιωθε σαν κλόουν φορώντας το κακόγουστο καπελάκι και τη λερωμένη ποδιά. Αλλά μιας και ζούσε στην Εποχή της Ανεργίας, ευχαριστούσε τον Θεό που είχε έστω κι αυτή τη δουλειά να του τρώει το Σαββατόβραδο.

       Από τα δεκαοκτώ του, ο Μπιλ είχε δουλέψει σε κάθε λογής εργασία. Οι γονείς του, χωρισμένοι ήδη δέκα χρόνια, δεν τον στήριξαν οικονομικά. Μόνο η μεγαλύτερη αδελφή του, η Ντάλια, βοηθούσε καμιά φορά όταν ο μικρός αδερφός της τα έβρισκε σκούρα με το νοίκι.

      Όταν και ο τελευταίος πελάτης πήρε την αστραπιαία κατασκευασμένη σαβούρα του, ο Μπιλ άρχισε να καθαρίζει τα ράφια.

       «Επιτέλους» είπε και στράφηκε προς τη Νίκη. Εκείνη πέταξε στον πάγκο το καπέλο και την ποδιά και κατευθύνθηκε προς την αποθήκη χωρίς να του μιλήσει.

       Στις καλές της είναι απόψε, σκέφτηκε ο Μπιλ καθώς προσπαθούσε να ξεβγάλει τη βρωμιά από μία σπάτουλα.

       Λίγα λεπτά αργότερα, ο Μπιλ διέσχιζε την έρημη αυλή του μαγαζιού. Βγήκε στο δρόμο. Στο απέναντι πεζοδρόμιο ήταν παρκαρισμένο το μηχανάκι του, το Καναρίνι, ένα μικρό κίτρινο παπάκι. Την πρώτη φορά που η Μαρία είχε ανέβει στο μηχανάκι πίσω από τον Μπιλ, πίστεψε πως δε θα τους άντεχε και τους δύο. Εκείνος την πείραξε: «Ε, να κάνουμε κι οι δύο δίαιτα, λοιπόν». Η Μαρία δεν του είχε μιλήσει για την υπόλοιπη διαδρομή. Την επόμενη μέρα, η κοπέλα του έδωσε τυπωμένη μία πλήρη διατροφή με τίτλο: Μόνο για Άντρες. Ο Μπιλ δεν είχε γελάσει πιο πολύ στη ζωή του.

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang