17. Τελευταίες συμβουλές

175 25 4
                                    

       Ο Μπιλ δεν ήξερε πια τι να σκεφτεί, τι να πιστέψει.

       Είναι κάποιος απ' το στενό σου περιβάλλον. Η φράση της Φρίντας αντηχούσε στους λαβυρίνθους του μυαλού του ξανά και ξανά.

       Η γριά αγνόησε το δύσπιστο ύφος του και συνέχισε να μιλάει. «Σήμερα ένιωσα την αρνητική ενέργεια απ' τη στιγμή που σας πλησίασα».

       Το βλέμμα της Φρίντας χαμήλωσε προς τα ξεχαρβαλωμένα πλακάκια του πατώματος. «Ήταν λάθος μου που μίλησα ανοιχτά» συνέχισε η μάγισσα. «Δεν κατάλαβα απ' την αρχή πως έχω να κάνω με το συγκεκριμένο πνεύμα. Υπάρχουν εκατοντάδες από δαύτα ελεύθερα. Κάποια είναι σχεδόν ακίνδυνα. Ήθελα απλά να τονίσω ότι υπάρχει κάτι σατανικό ανάμεσά σας για να προσέχετε. Όταν έκατσα κοντά σας, όμως, απ' τη στιγμή που αποκάλυψα την ταυτότητά μου, άρχισα να καταλαβαίνω ότι αυτό που ήταν μαζί σας δεν ήταν κάποιο τυχαίο, άκακο πνεύμα. Αν ήταν κάτι τέτοιο, δεν θα με απειλούσε».

       «Σε απείλησε;».

       «Ναι. Όταν η κοπέλα με τα καστανόξανθα μαλλιά μίλησε-».

       «Η αδελφή μου» τη διέκοψε ο Μπιλ με προειδοποιητικό ύφος.

       «Όταν μου μίλησε η κοπέλα αυτή» συνέχισε απτόητη η Φρίντα, «το άκουσα. Μου είπε πως αν έχωνα λίγο ακόμα τη μύτη μου θα μου έραβε το στόμα στον ύπνο μου».

       Κι ο Μπιλ ήθελε να της το ράψει εδώ και αρκετή ώρα, αυτό δεν τον έκανε δαίμονα. Κάτι υπήρχε όμως σε όλα αυτά, παρότι ακούγονταν τραβηγμένα υπέρ το δέον. Αφού η αστυνομία δεν έβρισκε άκρη με τους υπόπτους, ο Μπιλ θα κατέφευγε σε ό,τι άλλο μπορούσε να τον βοηθήσει να φτάσει πιο κοντά στο κάθαρμα που σκότωσε τη Μαρία.

       Σαν σου προσφέρουν έναν κουβά με σκατά, τον ξεπλένεις καλά και ευχαριστείς τον Θεό για τον κουβά, σκέφτηκε ο Μπιλ. Αυτή ήταν μία από τις λίγες φράσεις του πατέρα του που του έχει διδάξει κάτι ουσιαστικό.

       «Δεν πιστεύω λέξη απ' αυτά που λες» είπε ο Μπιλ παρόλα αυτά. «Δεν γίνεται κάποιος από την παρέα μου να έχει κάνει τόσο φριχτά πράγματα».

       «Σε όποιο σώμα μπαίνει το πνεύμα αυτό επηρεάζει τη μνήμη του» εξήγησε η Φρίντα. «Όταν θέλει να δράσει -κάτι που προτιμά να κάνει τη νύχτα- ρίχνει σε ένα είδος κώματος τον άνθρωπο που κατέχει. Αδρανοποιεί τον εγκέφαλό του και ελέγχει ολόκληρο το σώμα του. Έτσι, ο ξενιστής ξυπνάει το επόμενο πρωί σαν να μη συνέβη τίποτα. Όταν όμως το πνεύμα αρχίσει και γίνεται ανυπόμονο, διψασμένο για περισσότερες ψυχές, δε φροντίζει να καλύψει τα ίχνη του. Ο δαιμονισμένος μπορεί να ξυπνήσει και να νομίζει ότι είδε εφιάλτες-».

       (Το απαίσιο τέρας γύρευε τροφή. Ο Μπιλ μπορούσε να νιώσει την ακόρεστη πείνα του. Ήταν δικά του ετούτα τα μοχθηρά μάτια ή απλά παρακολουθούσε μέσα από δύο πράσινες σχισμές τον Γύπα;)

       «-ή ακόμα μπορεί να ξυπνάει με αίματα στα χέρια. Ο ανυποψίαστος άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι δεν είναι δικά του. Ακούει για μια δολοφονία αργότερα, η οποία συνέβη κοντά στην περιοχή του. Θα φοβηθεί. Δε θα μιλήσει φυσικά σε κανέναν και, όταν επιτέλους καταλάβει, θα είναι πολύ αργά. Το πνεύμα θα έχει δυναμώσει και θα έχει τον πλήρη έλεγχο. Και όταν το σώμα που κατέχει δεν του χρησιμεύει πια, το αφήνει πίσω και το σκοτώνει».

       Ο Μπιλ σηκώθηκε απηυδισμένος. «Φεύγω. Έχασα την ώρα μου εδώ».

       Η Φρίντα τον άρπαξε από το μπράτσο. «Περίμενε».

       Η γριά σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τη μικρή βιβλιοθήκη. 'Έβγαλε ένα τεράστιο μαυροντυμένο βιβλίο. Ο χοντρός τόμος έπεσε με βρόντο στο τραπέζι, σκορπίζοντας ένα σύννεφο σκόνης.

       Ο Μπιλ πρόλαβε να διαβάσει τα ανάγλυφα χρυσά γράμματα του εξώφυλλου:

       «Περί Αρχαίων Πνευμάτων».

       Η Φρίντα έσκισε σχεδόν στα τυφλά δύο σελίδες από το τέλος του βιβλίου, τις δίπλωσε και πλησίασε τον Μπιλ.

       «Διάβασε το στο σπίτι. Αν δε θες να με πιστέψεις, είναι επιλογή σου. Μα αν –λέω, αν– έχεις έστω και μια υποψία ότι ισχύουν αυτά που γράφει σε τούτο εδώ το χαρτί για κάποιον από τους τέσσερις ανθρώπους που ήταν κοντά σου απόψε, τότε επικοινώνησε αμέσως μαζί μου».

       Η Φρίντα έγραψε γρήγορα στο χαρτί έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Δε φαινόταν πια τρελή όσο έλεγε: «Αν θες να σώσεις τους αθώους ανθρώπους που θα δολοφονηθούν από αυτόν τον διάβολο, αν θέλεις να εκδικηθείς... πρέπει να με πιστέψεις».

       Ο Μπιλ πέρασε στο μπαλκόνι, χωρίς να μιλήσει. Σκαρφάλωσε τα κάγκελα, πήδηξε στον δρόμο και χάθηκε στο σκοτάδι σαν διαρρήκτης δίχως λάφυρα.

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςWhere stories live. Discover now