8. Η Ντάλια

210 28 0
                                    

      Οι μόνοι φίλοι το αλκοόλ και το τσιγάρο. Ο πρώτος καταθλιπτικός, τον έκανε κουρέλι, ο άλλος εξιλεωτικός αλλά αυτοκαταστροφικός. Τα μάτια του σιχάθηκαν τα δάκρυα. Ο Μπιλ είχε βουλιάξει στην πολυθρόνα του και κατάπινε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, το βάλσαμο και το φαρμάκι του, την άσκοπη λύση της καταδίκης του. Έμοιαζε με αξύριστο άστεγο, παραδομένο στην άπονη μοίρα.

       Ο ένοχος δεν βρέθηκε, αν και ο Σάκης έκανε τα πάντα για να προχωρήσει η υπόθεση. Κανένα αποτύπωμα, κανένα σημάδι παραβίασης του διαμερίσματος της Μαρίας. Δεν βρέθηκε το παραμικρό στοιχείο που θα τον βοηθούσε να φτάσει ένα βήμα πιο κοντά στον δολοφόνο.

       Το θέμα εξαπλώθηκε μέσα από την τηλεόραση σαν ιός που προκαλεί πανικό. Ο κόσμος στην Αθήνα είχε χάσει τον ύπνο του λόγω του «Ξεκοιλιαστή», του «Έλληνα Τζακ», όπως τον ονομάτισαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και κανείς πια δεν ένιωθε ασφαλής.

       Ο Σάκης έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μην μπλεχτεί ο Μπιλ ως βασικός ύποπτος στην υπόθεση. Η προσοχή της αστυνομίας στράφηκε στον καταρρακωμένο θείο της Μαρίας από την ομογένεια, αλλά κι αυτός απαλλάχτηκε γρήγορα από τις κατηγορίες. Υπήρχαν πολλοί μάρτυρες που κατέθεσαν ότι τον είδαν να μπαίνει σε ένα τοπικό καζίνο τη στιγμή της δολοφονίας. Μισή ώρα νωρίτερα είχε αφήσει ο ίδιος τη Μαρία και τους γονείς της σπίτι τους και δεν είχε κανένα κίνητρο να προβεί σε τέτοια αγριότητα.

       Ο Στέλιος και η Ελπίδα στήριξαν τον Μπιλ και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τον κάνουν να ξεχαστεί. Τα κατάφερναν αρκετές φορές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πίσω από το φτιαχτό μειδίαμα του Μπιλ έσβηναν η θλίψη και οι εφιάλτες του. Η μόνη φορά που ο Μπιλ μετρίασε τον πόνο του, έστω και για λίγο, ήταν όταν συναντήθηκε με την αδελφή του, την Ντάλια.

       Πέντε ημέρες μετά την δολοφονία της Μαρίας, η Ντάλια περίμενε τον Μπιλ κάτω από το σπίτι του. Ο Μπιλ επέστρεψε από τη δουλειά με σκοτεινιασμένο πρόσωπο. Από τη μία μεριά, του φαινόταν αδιανόητο να δουλεύει στο Κοτοπουλάδικο απ' τη στιγμή που είχε συμβεί ό,τι είχε συμβεί. Από την άλλη, η ρουτίνα ήταν ένα είδος αναλγητικού που βοηθούσε το μυαλό του να ξεφύγει από την τρέλα. Είδε τη λιγνή σιλουέτα της Ντάλιας, που θύμιζε τόσο εκείνη της μητέρας τους, με τα χέρια της έτοιμα να τον δεχτούν. Αγκαλιάστηκαν. Ο Μπιλ ένιωσε πάλι παιδί. Θυμήθηκε στο χωριό μια φορά που είχε χτυπήσει το γόνατό του και η Ντάλια τον αγκάλιασε με τον ίδιο τρόπο. Ο μικρός Μπιλ είχε σταματήσει να κλαίει και έσφιξε πιο δυνατά τη μεγάλη του αδελφή. Τώρα, όμως, έκλαψε με λυγμούς στον ώμο της αδελφής του γιατί αυτή η πληγή δεν επουλωνόταν χωρίς δάκρυα.

Ο Λύκος Δεν Είναι ΝεκρόςWhere stories live. Discover now