Στη πρόβα

Start from the beginning
                                    

Δεν άφησε λεπτό τα μάτια του. Δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της. Ήθελε να τσιμπηθεί, να δει αν ήταν ένα από εκείνα τα όνειρα που είχε τελευταία μα φοβήθηκε μην διακόψει την οφθαλμαπάτη. Δεν ήθελε να ξυπνήσει. Όχι πριν προλάβει να γευτεί το φιλί του.

Ο Χάρης είχε φτάσει λαχανιασμένος στη διεύθυνση που έλεγε η κάρτα που είχε αφήσει η Λυδία. Στάθηκε απ' έξω και εντόπισε τη φίλη του και τη μητέρα της Γιώτας καθισμένες στο σαλόνι του μαγαζιού. Κι ύστερα είδε εκείνη να έρχεται, ντυμένη στα λευκά, σαν οπτασία. Αιθέρια ύπαρξη, εκθαμβωτικά όμορφη μέσα στο απλό νυφικό της. Το θέαμα ήταν ότι καλύτερο είχε δει ποτέ του. Ανεπανάληπτο και μοναδικό. Η καρδιά του έχασε μερικούς χτύπους, η ανάσα του αρνήθηκε να βγει από μέσα του και όλες οι αισθήσεις του ξύπνησαν από έναν ύπνο βαθύ.

Κι ύστερα πρόσεξε το πρόσωπο της και ήταν η έλλειψη κάθε ίχνους χαμόγελου που τον έκανε να τα χάσει. Βρισκόταν εκεί για να δοκιμάσει το νυφικό της. Έπρεπε να πετάει στα σύννεφα κι όχι να είναι αγέλαστη. Την παρατηρούσε να περιεργάζεται τον εαυτό της και τρόμαξε από το πόσο άδεια έδειχνε. Σαν να είχε στραγγίξει η ζωή από μέσα της. Κάθε κενή ματιά της στο καθρέφτη, αποτελούσε κι ένα βήμα πιο κοντά στην πόρτα για τον Χάρη. Μέχρι που την άνοιξε και μπήκε μέσα. Την είδε να κοιτάζει τη φούστα του ρούχου και να την στρώνει. Μια κίνηση καθαρά από αμηχανία. Χωρίς να ξέρει πως, ένιωσε τις αμφιβολίες της. Κι ύστερα σήκωσε τα μάτια και κοιτάχτηκαν μέσα από το γυαλί. Γύρισε και τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Τα μάγουλα της βάφτηκαν κόκκινα. Το στήθος της σταμάτησε στιγμιαία να κινείτε. Κράτησε την ανάσα της. Ακόμα την επηρέαζε. Ίσως η Λυδία να είχε δίκιο. Ίσως τίποτα να μην είχε χαθεί.

Πλησίασε κοντά της, μα πριν προλάβει να αντιδράσει εκείνη όρμησε στην αγκαλιά του και τον φίλησε. Τα χείλη του άνοιξαν και οι γλώσσες τους συναντήθηκαν και άρχισαν να χορεύουν ένα ξεχασμένο χορό. Τα δεσμά που κρατούσαν, όλον αυτό τον καιρό τα συναισθήματα τους παγιδευμένα, έσπασαν μεμιάς και όρμησαν κατά πάνω τους επιθετικά. Πάθος, πόθος, λαχτάρα, τρυφερότητα, αγάπη. Ένα-ένα έπαιρναν ξανά τη θέση που τους άνηκε στις καρδιές τους. Πυροδότησαν το αίμα στις φλέβες τους ζωντανεύοντας τα κοιμισμένα τους σώματα.

Εκείνος σφάλισε τα μάτια καθώς το άρωμα της επιτέθηκε στα ρουθούνια του. Το μικρό του ζαχαρωτό, που μύριζε πάντα σαν μέλι και φράουλα βρισκόταν μετά από έναν ολόκληρο χρόνο στην αγκαλιά του και τον φιλούσε σαν να μην υπήρχε αύριο. Έσβησε κάθε σκέψη και ρούφηξε άπληστα τα χείλη της και τη γλώσσα της. Την κόλλησε πάνω στο κορμί του. Την ένιωσε να τρέμει μέσα στα χέρια του. Άκουσε τον αναστεναγμό που άφησε μέσα στο στόμα του. Τον ήθελε όσο κι εκείνος και τώρα που το είχε διαπιστώσει ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει όλα τα εμπόδια για να την κερδίσει και πάλι.

Έρωτας Στο Κλειδι Του Σολ-TYS17Where stories live. Discover now