Κεφάλαιο 13

62 5 7
                                    

Άνοιξα τα μάτια μου. Βρισκόμουν ακόμα στο δάσος. Ήμουν ξαπλωμένη εκεί ακριβώς που έχασα τις αισθήσεις μου. Ο Jason ήταν από πάνω μου. Με κοιτούσε με ένα ανήσυχο βλέμμα. Ήμουν στην αγκαλιά του. Το ένα του χέρι ήταν τοποθετημένο πίσω απ' τη μέση μου και το άλλο πίσω απ'το κεφάλι μου. Το μόνο που άκουγα ήταν το θρόισμα των φύλλων.
-Amelia, ξύπνησες. Σε παρακαλώ μη με ξανατρομάξεις έτσι.
Δεν είπα τίποτα. Απλά τον κοιτούσα στα μάτια όπως κι εκείνος. Από το βλέμμα του και από τον τόνο της φωνής του κατάλαβα ότι πράγματι τρόμαξε. Ενδιαφέρεται για μένα. Συνεχίσαμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλο. Ήθελα ο χρόνος να παγώσει εκείνη τη στιγμή. Ο Jason όμως έσπασε την σιωπή.
-Πάμε σπίτι. Μπορείς να περπατήσεις;
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Σηκώθηκα κι άρχισα να περπατάω. Εκείνος περπατούσε δίπλα μου.
-Συγγνώμη. Δεν έπρεπε να σε πιέσω. Ήταν πολύ νωρίς. Εξαντλήθηκες.
-Είμαι εντάξει.
-Όχι δεν είσαι.
-Έλα τώρα. Σου είπα πως είμαι μια χαρά. Δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Μπορώ να περπατήσω, να τρέξω και να κάνω αυτό.
Είπα και μετακίνησα ένα βραχάκι λίγο παραπέρα. Γύρισα και τον κοίταξα με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο. Μου χαμογέλασε κι εκείνος. Τι όμορφος που είναι όταν χαμογελάει.
-Εντάξει με έπεισες.
-Χαίρομαι.
-Λοιπόν είσαι κουρασμένη έτσι;
-Όχι και τόσο.
-Έχεις όρεξη για βόλτα;
-Ναι αμέ.
-Ωραία λοιπόν. Λέω να σε πάω κάπου που θα σου αρέσει.
-Και πώς ξέρεις ότι θα μου αρέσει;
-Πας στοίχημα;
-Ό,τι θες.
-Αν κερδίσω θα κάνεις ότι σου ζητήσω για μια μέρα.
-Κι αν κερδίσω εγώ εσύ θα κάνεις ό,τι σου ζητήσω για μια μέρα.
-Έγινε. Πάμε τώρα.
Είπε και αλλάξαμε κατεύθυνση. Ενώ περπατούσαμε δεν ανταλλάξαμε κουβέντα.
-Φτάνουμε; Κουράστηκα.
Άρχισα να γκρινιάζω.
-Κουράστηκες κιόλας; Δεν έχουμε κάνει ούτε τη μισή διαδρομή.
-Τιιι;; Με δουλεύεις;;;
Έλεος. Είχε σκάσει στα γέλια. Μου ήρθε να του δώσω ένα γερό χαστούκι.
-Χαχαχαχα... έπρεπε... έπρεπε να δεις το πρόσωπό σου....χαχαχαχ.
-Jason! Είσαι απίστευτος.
-Το ξέρω.
Είπε ενώ σιγά σιγά σταματούσε το γέλιο.
-Λοιπόν φτάσαμε.
-Εδώ ήθελες να με φέρεις;
Κοίταξα γύρω μου. Το μόνο που έβλεπα ήταν δέντρα και μπροστά μου απλωνόταν κάτι σαν τείχος από πράσινο. Κλαδιά, φύλλα και όμορφα μικρά λουλουδάκια.
-Είσαι πολύ ανυπόμονη. Έλα.
Μπήκε μέσα στο "πράσινο τείχος". Τέλεια. Έπρεπε να τον ακολουθήσω. Μπήκα κι εγώ μέσα, έκανα περίπου πέντε βήματα και πέρασα στην άλλη μεριά. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Μπροστά μου απλωνόταν ένας υπέροχος καταρράκτης κι ένα ποτάμι. Στο νερό καθρεφτίζονταν όλα τα δέντρα που βρίσκονταν τριγύρω. Ήταν πανέμορφο.
-Λοιπόν;
-Τι λοιπόν;
-Σου αρέσει;
-Αν μου αρέσει;; Είναι υπέροχο!! Το λατρεύω!!!
Είπα και τον αγκάλιασα. Φάνηκε να ξαφνιάξεται αλλά γρήγορα αντεπέδωσε την αγκαλιά. Μόλις συνειδητοποίησα τι έκανα απομακρύνθηκα. Ένιωσα κάτι να φουντώνει μέσα μου. Ξάπλωσα κοντά στην όχθη του ποταμιού. Ο Jason ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου. Στην αρχή κοιτούσαμε και οι δύο τον ουρανό. Κάποια στιγμή όμως ο Jason γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Μείναμε έτσι για λίγα λεπτά. Μετά όμως το βλέμμα του άλλαξε. Ωχχ. Ήταν το πονηρό, παιχνοδιάρικο βλέμμα του.
-Ααααμ... Γιατί με κοιτάς έτσι;
-Κέρδισα.
-Τι κέρδισες;
-Το στοίχημα, θυμάσαι; Θα κάνεις ό,τι θέλω για μια μέρα.
Ιιιι. Το είχα ξεχάσει τελείως αυτό. Καλύτερα δε γίνεται.
-Πολύ καλά. Ας είναι.
Είπα και ανασηκώθηκα. Το ίδιο έκανε κι εκείνος.
-Jason;
-Ναι;
-Μπορούμε να ξαναέρθουμε αύριο;
-Τόσο πολύ σου άρεσε;
-Ναι. Είναι πανέμορφα.
-Εσύ είσαι πανέμορφη.
-Τι είπες;
Για μια στιγμή τον είδα να προσπαθεί να καταλάβει τι είχε πει.
-Εεεμ... Εγώ... δεν εννοούσα....εεεμ...
Είχε γίνει κατακόκκινος. Κρατήθηκα για να μην βάλω τα γέλια. Φαινόταν τόσο αμήχανος.
-Πάμε προς τον καταρράκτη;
-Εεεεμ....ναι πάμε.
Δεν έχει παράπονο. Τον έβγαλα κι απ' τη δύσκολη θέση. Ενώ πλησιάζαμε σκεφτόμουν τι είχε πει. Με θεωρούσε όμορφη; Και στη σκέψη μόνο κοκκίνιζα.

Οι ΦύλακεςWhere stories live. Discover now