Κεφάλαιο 11

49 4 3
                                    

-Τι εννοείς δεν με θυμούνται;
Κρατούσε το κεφάλι του σκυμμένο.
-Jason σου μιλάω. Απάντησέ μου.
-Amelia...
Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε. Δεν μου άρεσε καθόλου η έκφραση του προσώπου του.
-Jason τι έκανες;
-Έπρεπε να σε προστατέψω. Χρησιμοποίησα ένα παλιό ξόρκι των φυλάκων. Ξόρκι διαγραφής μνήμης.
-Τι;;;
Είχα αρχίσει να βγάζω καπνούς.
-Με ποιό δικαίωμα κάνεις τους πάντες να με ξεχάσουν; Εμένα με ρώτησες αν θέλω; Και τώρα τι θα γίνει; Η ζωή μου; Όλα όσα είχα;
-Amelia!
Φώναξε ο Jason και σηκώθηκε απότομα από την θέση του χτυπώντας δυνατά το χέρι του στο τραπέζι.
-Είμαι υπεύθυνος για σένα. Μέχρι να κρίνω εγώ πως είσαι έτοιμη η κατάσταση θα μείνει ως έχει. Τελεία και παύλα. Δεν είσαι ασφαλής. Το καταλαβαίνεις; Προσπαθώ να σε προστατέψω αλλά το κάνεις δύσκολο.
-Ποτέ δεν σου ζήτησα να με προστατέψεις. Δεν χρειάζομαι την προστασία σου. Μια χαρά προστατεύομαι και μόνη μου.
Φωνάζαμε και οι δύο. Ένιωθα τόσο θυμωμένη. Ο Jason είχε έρθει πολύ κοντά μου. Με κοιτούσε κατάματα. Ήθελα να φωνάξω κι άλλο αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσα. Τα μελί μάτια του ήταν τόσο όμορφα. Πρώτη φορά τα παρατηρούσα. Έλα τώρα Amelia σύνελθε.
Απομακρύνθηκα από κοντά του και ανέβηκα τις σκάλες. Μπήκα στο δωμάτιό μου και βρόντηξα την πόρτα πίσω μου.
-Είσαι ανυπόφορος!
Φώναξα.Έπεσα με δύναμη στο κρεβάτι και άρχισα να κλαίω. Κανείς δεν με θυμόταν και ο Jason μου έβαλε τις φωνές. Ποτέ δεν μου άρεσε να μου φωνάζουν. Μετά από λίγο τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν. Τα βλέφαρά μου βάραιναν και λίγο πριν με πάρει ο ύπνος άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Έκλεισα τα μάτια και έκανα πως κοιμάμαι.
-Amelia κοιμάσαι;
Δεν πήρε απάντηση. Τον ένιωσα να κάθεται δίπλα μου. Με το χέρι του σκούπισε τα δάκρυα από το μάγουλό μου.
-Έκλαιγες. Εγώ σε έκανα να κλάψεις. Συγγνώμη.
Άρχισε να μου χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά. Πέρασε αρκετή ώρα. Χαλάρωνα. Το άγγιγμά του ήταν απαλό, ήρεμο.
-Είσαι τόσο όμορφη όταν κοιμάσαι.
Είπε και σηκώθηκε. Ίσα που άκουσα την πόρτα να κλείνει. Άνοιξα τα μάτια μου και ανασηκώθηκα. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Ένιωθα τόσο περίεργα. Μετά απ' ότι έγινε είχαμε έρθει πολύ κοντά...
Μετά από κανένα μισάωρο αποφάσισα να κατέβω για να του μιλήσω. Δεν τον βρήκα όμως μέσα στο σπιτάκι. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Καθόταν κάτω από ένα δέντρο στην αυλή και κοιτούσε το δάσος. Βγήκα κι εγώ έξω.
-Να καθίσω;
Γύρισε και με κοίταξε.
-Ναι ναι φυσικά.
Κάθισα δίπλα του.
-Συγγνώμη για πριν. Δεν έπρεπε να σου φωνάξω. Απλά όλο αυτό μου ήρθε λίγο ξαφνικό.
-Δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη. Εγώ φταίω αλλά το ξόρκι είναι αναστρέψιμο. Η μνήμη όλων μπορεί να επανέλθει. Αν το θέλεις κι εσύ φυσικα.
-Και αν το κάνεις... θα φύγουμε από εδώ;
-Ναι αναγκαστικά... Ξέρω ότι το θέλεις. Άυριο φεύγουμε.
Είπε με λυπημένο τόνο στην φωνή του. Όχι όχι όχι. Δεν ήθελα να φύγω. Θέλω να μείνω εδώ. Να είμαι συνέχεια μαζί του. Μα καλά τι λέω; Ωχ Θεέ μου. Ήμουν σίγουρη πλέον. Τρέφω όντως συναισθήματα για τον Jason.
Εκείνος πήγε να σηκωθεί και να φύγει. Τον έπιασα από το χέρι.
-Ίσως θα μπορούσαμε να μείνουμε λίγο ακόμα εδώ.
Ξαφνικά το πρόσωπό του φωτίστηκε.
-Δηλαδή θέλεις να μείνεις;
-Ναι θέλω.
-Πώς κι έτσι;
Με ρώτησε κοιτώντας με το κλασικό παιχνιδιάρικο βλέμμα.Ήρθε κοντά μου. Το πρόσωπό του ήταν μερικά εκατοστά μακριά απ' το δικό μου. Ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά.
-Εγώ...Απλά θέλω να εξασκηθώ κι άλλο εντάξει;
Είπα απότομα και με μια γρήγορη κίνηση τον έσπρωξα ελαφρά για να περάσω. Έφτασα στην πόρτα του σπιτιού. Ο Jason είχε μείνει ακίνητος στην θέση του και με κοιτούσε.
-Θα έρθεις ή σκοπεύεις να μείνεις εκεί;
Φάνηκε σαν να ξυπνάει.
-Εεμ ναι έρχομαι.
Η υπόλοιπη μέρα κύλισε ομαλά. Τακτοποιούσα λίγο το σπιτάκι ενώ ο Jason καθόταν. Τον ένιωθα που με κάρφωνε με το βλέμμα του αλλά προσπαθούσα να μην δίνω σημασία.
-Λοιπόν πάω να ξαπλώσω. Καληνύχτα.
Είπα μόλις τελείωσα.
-Καληνύχτα.

Οι ΦύλακεςWhere stories live. Discover now