Κεφάλαιο 3

91 9 8
                                    

Όταν έφτασα στο σπίτι η θεία Olivia ήταν ανήσυχη επειδή είχα αργήσει.
-Amelia που στο καλό ήσουν; Άργησες πάρα πολύ. Ανησύχησα.
-Συγγνώμη θεία Olivia. Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω. Απλά μιλούσα με τον καθηγητή της βιολογίας για μια εργασία που πρέπει να παραδώσω.
-Εντάξει καλή μου, δεν πειράζει. Σημασία έχει ότι είσαι εντάξει.
-Ωραία. Λοιπόν τι φαγητό έχουμε σήμερα;
-Κοκκινιστό με ρύζι. Θα σε φωνάξω όταν είναι έτοιμο.
-Ok
είπα και ανέβηκα στο δωμάτιό μου. Φόρεσα πιο άνετα ρούχα. Μια φόρμα και και μία κοντομάνικη, μονόχρωμη μπλούζα.
Μετά το μεσημεριανό σκέφτηκα να στείλω μήνυμα στην Sam.
Εγώ:Hey θες να βγούμε σήμερα;
Sam:Ναι αμέ γιατί όχι;
Εγώ:Στις 21:00 στο παρκάκι;
Sam:Ok. Εεεμ Lia;;
Εγώ:Ναι Sam μπορεί να έρθει και ο Acer.
Sam:Τέλεια, μέσα στο μυαλό μου είσαι. Τα λέμεε!
Εγώ:Ok byee
Ο Acer είναι το αγόρι της Sam. Είναι πολύ καλό παιδί. Και αρκετά εμφανίσιμο θα έλεγα. Τα μάτια του είναι καστανά ανοιχτά και τα μαλλιά του καστανόξανθα. Είναι πολύ ταιριαστό ζευγάρι. Η Sam πάντα λέει ότι χρειάζομαι κάποιον σαν τον Acer της. Εγώ από την άλλη έχω διαφορετική άποψη.
Η ώρα πήγε κιόλας 20:00. Καιρός να ετοιμαστώ. Φόρεσα ένα τζιν σορτσάκι, μια κοντή ροζ μπλούζα με μια στάμπα και τα αθλητικά μου. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Τα καστανόξανθα ίσια μαλλιά μου μού έδιναν πολλές δυνατότητες. Παρ' όλα αυτά τα έπιασα αλογοουρά.
20:50. Σκέφτηκα να ξεκινήσω για να φτάσω εγκαίρως. Γενικότερα δεν μου αρέσει να αργώ. Έφτασα στο παρκάκι στις 21:05. Άφαντοι η Sam και ο Acer. Κάθισα σε ένα παγκάκι και τους περίμενα. Υπήρχαν πολλά άτομα γύρω μου. Κυρίως νέοι που "άραζαν". Έβγαλα το κινητό μου και έκανα πως ασχολιόμουν με αυτό. Στο βάθος υπήρχαν δέντρα, κάτι σαν ένα μικρό δάσος. Πίσω από ένα δέντρο, βρισκόταν κάποιος. Με παρακολουθούσε. Δεν έπαιρνε το βλέμμα του από πάνω μου. Ήξερα ότι όποιος και να ήταν αν είχε κακό σκοπό δεν θα επιχειρούσε ανοικτή επίθεση μπροστά σε τόσο κόσμο.
Το τηλέφωνο χτυπάει. Είναι η Sam.
-Lia να ξες θα αργήσουμε λίγο, συγγνώμη. Θα σου εξηγήσω μετά. Εσύ περίμενε στο πάρκο.
είπε και έκλεισε χωρίς εγώ να προλάβω να αρθρώσω λέξη. Τέλεια. Είμαι μόνη στο πάρκο και κάποιος με παρακολουθεί.
-Γειά.
-Jason; Γειά.
-Πώς είσαι;
-Μια χαρά. Εσύ;
-Κι εγώ. Να κάτσω;
-Ναι αμέ.
-Γιατί κάθεσαι μόνη;
-Βασικά θα έβγαινα με τους φίλους μου αλλά με έστησαν.
-Χμμ πάμε να πιούμε κάτι;
-Ναι υποθέτω. Αλλά σε λίγη ώρα πρέπει να επιστρέψω.
-Εντάξει.
Πήγαμε σε μια καφετέρια. Μιλούσαμε πολλή ώρα για τα χόμπι μας, τις παρέες μας. Ο Jason μου μίλησε για την παλιά του ζωή. Βασικά μόλις μετακόμισε εδώ. Είπε πως ήταν αρχηγός της ομάδας ποδοσφαίρου στο παλιό του σχολείο. Χμμ πολύ ενδιαφέρον. Περάσαμε πάρα πολύ ωραία μαζί. Είναι αστείος και μπορώ να πω αρκετά γλυκούλης...
-Ίσως πρέπει να πηγαίνω. Δεν θέλω οι φίλοι μου να με περιμένουν. Πέρασα υπέροχα.
-Να το ξανακάνουμε λοιπόν.
-Έγινε. Τα λέμε στο σχολείο.
είπα και τον αποχαιρέτησα. Στο μεταξύ όταν πήγα στο παρκάκι δεν υπήρχε κανείς. Ούτε νέοι ούτε φυσικά η Sam και ο Acer. Αποφάσισα να πάω σπίτι. Ο δρόμος ήταν άδειος. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα ούτε άνθρωποι. Είχα ένα περίεργο συναίσθημα. Γύρισα το κεφάλι μου. Είδα μια σκιά. Άρχισα να επιταχύνω το βήμα μου. Έτρεχα. Το ίδιο κι εκείνος. Τον άκουγα.
Μέσα στον πανικό μου δεν είδα μια τεράστια λακούβα. Σκόνταψα. Ο ξένος με πλησίαζε όλο και περισσότερο. Όταν με έπιασε σφιχτά από το μπράτσο ήθελα να φωνάξω. Όμως δεν μπορούσα. Συνέβη ακριβώς αυτό που έγινε στο σχολείο. Άλλο ένα όραμα. Την χειρότερη στιγμή....

Οι ΦύλακεςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα