Κεφάλαιο 24- Καλά, εσύ έφυγες νωρίς...

247 34 14
                                    

Σήκωσε το κεφάλι του αργά και με χέρια που έτρεμαν ακόμη από την πίεση, τον φόβο και την αναστάτωση σκούπησε τα δάκρυα που συνέχιζαν, άθελά του, να τρέχουν σαν ένα μικρό ποτάμι από τα μεγάλα γαλανά του μάτια. Ο ανοιγμένος φάκελος βρισκόταν ακόμη στο τραπέζι, με το περιεχόμενό του να βρίσκεται λίγο πιο πέρα, μουσκεμένο από τα δάκρυα του Δημήτρη. 

Ξαφνικά τον διαπέρασε κάτι, όμοιο με ηλεκτρικό ρεύμα. Θυμήθηκε ένα από τα καλοκαίρια που περνούσε μικρός στο χωριό της μητέρας του, στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού του. Θυμήθηκε όλα εκείνα τα βράδια που καθόταν στην αυλή, γύρω- γύρω από ένα μικρό αυτοσχέδιο ξύλινο τραπεζάκι, κατασκευή του παππού του, μαζί με ένα καρβέλι φρεσκοζυμωμένο ψωμί, μια ντομάτα από τον κήπο και λίγα βρασμένα αυγά από τις κοτούλες της γιαγιάς. Ο Δημήτρης κοιτούσε τον παππού του στα μάτια καθώς διηγούταν ιστορίες από τον πόλεμο που είχε ζήσει καθώς εκείνος, αν και ήταν παρών, ήταν πολύ μικρός και δεν θυμόταν τίποτα. Έτρεμε ο Δημήτρης κάθε φορά που άκουγε τις φριχτές ιστορίες του παππού του. 

Τώρα, δεκαεπτά χρόνια αργότερα, ζούσε τον μεγαλύτερο φόβο που είχε από παιδί: Ζούσε άλλον έναν μεγάλο πόλεμο. 

Ποτέ ως τώρα δεν είχε κάτσει να σκεφτεί σοβαρά πως αυτός ο πόλεμος θα απειλούσε και την χώρα του, την Ελλάδα. Ποτέ ως τώρα δεν είχε κάτσει να σκεφτεί πως ίσως χρειζόταν να πάρει μέρος στον πόλεμο αυτό και να λερώσει τα χέρια του με αίμα. Ναι, μόλις είχε λάβει γράμμα από την πατρίδα του. Η πατρίδα του, η Ελλάδα του, τον καλούσε να επιστρέψει σε εκείνη και να βρίσκεται σε ετοιμότητα σε περίπτωση που η Ελλάδα μπει στον πόλεμο. 

Άρπαξε τον φάκελο από το τραπέζι και τοποθέτησε, σχεδόν ευλαβικά, το χαρτί μέσα του. Έκλεισε τον φάκελο και τον άφησε προσεκτικά ξανά πίσω στο τραπέζι. Μπήκε στο υπνοδωμάτιο και κοίταξε την μεγάλη καφετιά βαλίτσα του πίσω από την πόρτα. Την πλησίασε και ακούμπησε τα χέρια του πάνω της την σήκωσε και την άφησε στο κρεβάτι του. 

Με κινήσεις μηχανικές την άνοιξε και την γέμισε με ότι ρούχα βρισκόταν στην μικρή του ντουλάπα. Σειρά είχαν τα παπούτσια. 

Πόσο γρήγορα μαζεύεται μια ολόκληρη ζωή μέσα σε ένα κουτί. Την άφησε προσεκτικά στην θέση της ξανά.... Πόσο ξένη έμοιαζε για εκείνον μέσα σε λίγες ώρες η Γερμανία. Πόσο γρήγορα ξύπνησε το εθνικό του αίσθημα... Πόσο γρήγορα βιαζόταν να επιστρέψει στην Λάρισα, στην Ελλάδα... Μα πόσο γρήγορα μάζεψε τα πράγματά του, χωρίς να έχει καν σκεφτεί ότι πίσω του θα άφηνε την Έρνα, ίσως και για πάντα....

Ο καθένας για τον εαυτό του {TYS17}Where stories live. Discover now