Κεφάλαιο 23- Η διαταγή

243 31 13
                                    

Μερικές μέρες, το ξημέρωμα αργεί τόσο πολύ που νομίζει κανείς πως ο ήλιος, τα πουλιά, τα φυτά, η πλάση όλη κάνει ότι μπορεί για να μην έρθει εκείνο το ξημέρωμα, θαρρείς λες και η φύση πάει να προλάβει μερικές εξελίξεις, μερικές αποφάσεις ή μερικές διαταγές που είναι προγραμματισμένες για εκείνο το πρωινό. Θαρρείς και πάει να τα βάλει με την μοίρα μα δυστυχώς πάντα, ο χαμένος από την προσπάθεια αυτή είναι η φύση, όχι η μοίρα. Η μοίρα δεν ξέρει να χάνει, δεν έχει χάσει ποτέ. Μέχρι και οι Θεοί υπακούν στις αποφάσεις της, σαν να είναι όλοι μαργιονέτες, καλοντυμένες μαργιονέτες, όμορφες, με χαρακτήρα... Πόσο ελεύθερες μπορεί να είναι όμως οι μαργιονέτες; Όσο όμορφες και αν είναι, όσο καλοντυμένες, όσο καλλιεργημένο χαρακτήρα και αν έχουν, τα διάφανα σχοινιά παραμένουν περασμένα γύρω από τα χέρια, τα πόδια, τον λαιμό τους...  Και να σου η μοίρα, πάντα εκείνη που ορίζει τις κινήσεις και καθορίζει πότε θα αφήσει τα σχοινιά αυτά, πότε θα τα κόψει, έτσι αδιαφορόντας για το αν είναι η σωστή ώρα, έτσι για να ευχαριστήσει μοναχά τον εαυτό της. 

Εκείνο το πρωίνο ήταν ένα από αυτά. Άργησε να έρθει μα ακόμα και μετά την άφιξή του παρέμενε σιωπηλό. Ο Δημήτρης άνοιξε τα μάτια του. Ξύπνησε περιέργως από την απόλυτη ησυχία που υπήρχε γύρω του. Άλλες μέρες τον ξυπνούσαν τα αυτοκίνητα, οι φωνές, τα πουλιά. Σήμερα όλα ήταν διαφορετικά, σήμερα τον ξύπνησε η ίδια η σιωπή. Πόσο θόρυβο μπορεί να κάνει αλήθεια μια σιωπή; Μερικές φορές περισσότερο και από όλους τους ζωντανούς οργανισμούς μαζί, ειδικά όταν δεν την γνωρίζεις και δεν έχεις συνηθίσει να ζεις μαζί της. 

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και κοίταξε από το παράθυρο. Ο δρόμος έξω από το σπίτι του ήταν σχεδόν άδειος. Που και που περνούσε κάποιος άνθρωπος. Αυτή η ηρεμία, που υπό άλλες συνθήκες θα του άρεσε και τώρα θα χαμογελούσε, τον τρόμαζε και δεν του άρεζε καθόλου. Παρά το άσχημο προαίσθημά του, κατευθύνθηκε προς την κουζίνα και έφτιαξε έναν γρήγορο καφέ. Κάθισε στην καρέκλα αποφασισμένος να απολαύσει την ηρεμία. ''Λίγο ραδιόφωνο θα βοηθούσε'' σκέφτηκε βλέπωντας το μικρό ραδιοφωνάκι που ήταν τοποθετημένο απέναντί του.  Μα τι έλεγε; Τα ραδιόφωνα είχαν αλλάξει πλέον, ειδικά στην Γερμανία. Δεν είχε καμία όρεξη να ακούσει κάποια ομιλία του Χίτλερ. Δεν καταλάβαινε τι έλεγε, παρόλα αυτά ο τόνος της φωνής του, το πάθος, ο φανατισμός που κρυβόταν πίσω από τις όμορφες και γεμάτες ηθικά νοήματα λέξεις που χρησιμοποιούσε τον ξένιζε, τον εκνεύριζε και τον έκανε να φοβάται. Πως να μην φοβάται άλλωστε; Η χώρα στην οποία ζούσε βρισκόταν σε πόλεμο εξ αιτίας του. Η χώρα στην οποία ζούσε βρισκόταν στα χέρια του. Το μέλλον της Γερμανίας, της Έρνας, το δικό του βρισκόταν στα χέρια του. Και αυτά τα χέρια, δεν τα εμπιστευόταν καθόλου. 

Ο καθένας για τον εαυτό του {TYS17}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα