Κεφάλαιο 19- Απόσπαση

276 33 5
                                    

Η Έλσε γονάτησε στο άκουσμα αυτών που πριν λίγα λεπτά έβγαλε από το στόμα της. Γονάτησε και σήκωσε το κεφάλι της ψηλά. Σαν να μιλούσε στον Θεό. Σαν να του ζητούσε να μην της πάρει ότι αληθινό της είχε απομείνει από το παρελθόν της. Ότι ήταν πραγματικά δικό της, ζητούσε να μην της πάρει την κόρη. Ήξερε πως η τιμωρία της θα ήταν βαριά εξ αρχής. Αυτό όμως δεν μπορούσε να το αντέξει. Ο Κρίστιαν στεκόταν δίπλα της. Τα λόγια της Έρνας δεν τον είχαν αγγίξει. Ήταν φυσικό. Δεν την ήξερε. Δεν ήθελε να την γνωρίσει. 

''Μην μιλάς έτσι στην μητέρα σου'' ήταν ο Κρίστιαν.

Για ένα λεπτό δεν μιλήσε κανείς. Η Έρνα τον κοιτούσε. Τον κοιτούσε και ξεκίνησε να γελάει ειρωνικά. 

''Και πως πρέπει να της μιλάω; Και ποιος είσαι εσύ για να μου πεις πως πρέπει να της μιλάω;''

''Έρνα, αρκετά'' είπε ο Βόλφγκανγκ

''Αυτόν τον άνθρωπο δεν θέλω να τον δω ποτέ ξανά στην ζωή μου''

''Δεν είχα σκοπό να σε ενοχλήσω ξανά. Οι γονείς σου επέμεναν να σε γνωρίσω''

''Γιατί μαμά; Είχες καμία κρυφή ελπίδα μέσα σου ότι θα χτίζαμε την οικογένεια που ήθελες;''

''Όχι, Έρνα. Δεν θέλω πια αυτή την οικογένεια, θέλω την δικιά μας οικογένεια, έτσι όπως την ήξερες ως τώρα'' 

Η Έρνα κοίταξε την μητέρα της στα μάτια, συνέχισε κοιτόντας τον βιολογικό της πατέρα. Στάθηκε για λίγο σε εκείνον. Τον εξέτασε προσεκτικά με το βλέμμα της. Του έμοιαζε σε αρκετά σημεία... Στο σχήμα των ματιών της, στα χείλη της, στο χρώμα των μαλλιών της... Θεέ μου... Ακόμα και στην ηλικία του κατάφερνε να έχει ελάχιστες λευκές τρίχες... Παρόλα αυτά οι σκέψεις και τα συναισθήματά της δεν άλλαζαν. Ήταν ωραία η ζωή της και χωρίς εκείνον... Του χρωστούσε την ζωή της, ναι, όμως μόνο αυτό. Δεν ήταν εκείνος που προσπαθούσε να την κάνει να σταματήσει να κλαεί όταν ήταν μικρή ούτε εκείνος που την είχε στείλει στην Αγγλία να σπουδάσει. 

Γύρισε αργά το κεφάλι της και κοίταξε τον Βόλφγκανγκ. Φάνταζε για εκείνη τόσο οικείος και ταυτόχρονα τόσο ξένος... Ο Βόλφγκανγκ με το παγωμένο βλέμμα και τα λεπτά σφυχτά κρατημένα χείλη, στεκόταν εκεί με ένα βλέμμα πιο ζεστό, με χείλη που απέπνεαν μια γαλήνη. 

Τρείς διαφορετικοί άθρωποι γύρω της... Οι γονείς της... 

Προχώρησε μηχανικά και βγήκε από την πόρτα του σπιτιού. Κατέβηκε τα σκαλιά και κάθισε σε ένα από αυτά. Το κεφάλι της συνέχιζε να είναι μουδιασμένο. Το σοκ δεν είχε ξεπεραστεί ακόμα. Το μυαλό της δεν μπορούσε να χωρέσει τις αποκαλύψεις. 

Ο καθένας για τον εαυτό του {TYS17}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα