Κεφάλαιο 14- Μεσοπόλεμος

311 39 13
                                    

Ο ήλιος τρύπωσε διστακτικά μέσα από τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού του Δημήτρη. Μια αχτίδα ήλιου έπεφτε στα ξανθά μαλλιά της Έρνας και τα φώτιζε. Τα έκανε να μοιάζουν σαν μια τούφα άχυρο. Άχυρο καθαρό, άχυρο πανέμορφο. Ο Δημήτρης άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε. Κοιμόταν τόσο γλυκά. Το πρόσωπό της απέπνεε μια ηρεμία. Παρατήρησε τον ήλιο που έπεφτε στα μαλλιά της και έπειτα μια άλλη αχτίδα που φώτιζε το κατάλευκο δέρμα της. Σαν κούκλα... Σαν κούκλα από πορσελάνη σκέφτηκε. 

Σηκώθηκε προσεκτικά από το κρεβάτι για να μην την ξυπνήσει. Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Είχε τόση όρεξη μέσα του. Θα ετοίμαζε πρωινό και μόλις ξυπνούσε η Έρνα θα έτρωγαν μαζί όπως τότε, όπως πριν φύγει στην Γερμανία. Ο ενθουσιασμός του σε συνδιασμό με τις όχι και τόσο προσεγμένες κινήσεις του δημιουργούσαν έναν θόρυβο. Ήχοι γυάλινων και πορσελάνινων σκευών, ήχοι από το νερό που έτρεχε από την βρύση της κουζίνας. 

Ο θόρυβος ξύπνησε την Έρνα. Κοίταξε δίπλα της και επιβεβαίωσε πως ο θόρυβος ήταν δημιούργημα του αγαπημένου της. Χαμογέλασε στιγμιαία. Η περιέργεια της γαργαλούσε τον λαιμό. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τεντώθηκε. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη απέναντί της. Παρά την μεγάλη ταλαιπωρία και στενοχώρια έμοιαζε επιτέλους ξανά ευτυχισμένη. 

Με αργά και προσεκτικά βήματα, όμοια με εκείνα της γατούλας της, βγήκε από το υπνοδωμάτιο και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Το βλέμμα της αντίκρυσε τον Δημήτρη. Το θέαμα ήταν κωμικό μα ταυτόχρονα τόσο γλυκό. Πάλευε ο έρμος με τα αυγά που τηγάνιζε ή μάλλον με τα αυγά που προσπαθούσε να τηγανίσει. Η Έρνα τον χάζευε. Δεν ήθελε να κάνει ακόμα αισθητή την παρουσία της. Ήθελε πρώτα να τον χορτάσει έτσι. 

Λίγα λεπτά αργότερα, όταν ο Δημήτρης κατάφερε επιτέλους να τηγανίσει τα αυγά, ένα μικρό γελάκι της ξέφυγε και πρόδωσε την παρουσία της στον χώρο. Ο Δημήτρης γύρισε πίσω του και την κοίταξε. Τα μάγουλα του κοκκίνησαν σε κλάσματα δευτερολέπτου. 

Εκείνη τον πλησίασε και άφησε ένα φιλί στα χείλη του. 

''Είσαι ο καλύτερος μάγειρας που έχω γνωρίσει'' τον πείραξε 

''Δεν το συνηθίζω... Απλά ήθελα να σου κάνω έκπληξη''

''Και τα κατάφερες! Δεν το περίμενα με τίποτα!'' είπε και χαμογέλασε

Κάθισαν στο τραπέζι ο ένας απέναντι από τον άλλον. Απόλυτη ηρεμία και γαλήνη. 

''Πόσο πολύ μου είχε λείψει όλο αυτό'' είπε εκείνος

Ο καθένας για τον εαυτό του {TYS17}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα