Κεφάλαιο Δεκαπέντε

Start from the beginning
                                    


Ο Κάρτερ οδήγησε σαν μανιακός και μας έφερε πίσω στο Σάντοουφορτ Μουρ μέσα σε επτά λεπτά. Χρόνος ρεκόρ. Παράτησε το αμάξι στραβά, σε έναν δρόμο πριν το Σάντοουφορτ Μουρ και βγήκε έξω, προς στιγμή ξεχνώντας πως με είχε μαζί του. Έτρεξα να τον προλάβω και μπήκαμε και οι δύο στην αυλή. Στην ανοιχτή πόρτα στεκόταν ο Κρις, που με έπιασε από τη μέση μόλις έκανα να περάσω.
"Ήρεμα, Ρέιβεν, είναι καλά. Είχε μια κρίση, αυτό είναι όλο και χλώμιασε. Άρχισε να λέει κάτι ασυναρτησίες, αλλά συνήλθε και τώρα είναι απλά αδύναμος. Περάστε, αλλά" εδώ κοίταξε τον Κάρτερ "μην κάνετε σκηνή".
Το "μην κάνετε σκηνή" είναι πρακτικά αδύνατο για έναν τύπο σαν τον Κάρτερ, που φάνταζε αναίσθητος. Εξεπλάγην, αλλά ταραζόταν πιο εύκολα και από μένα. Ίσως επειδή μερικές φορές με έπιανε εμένα η αισιοδοξία μου και πίστευα τα καλύτερα. Ο Κάρτερ πάλι, φρίκαρε. Αναρωτήθηκα για μια στιγμή αν είχε φρικάρει το ίδιο, όταν βγαίνοντας από την Χώρα είχα μπήξει το παλούκι στο στήθος μου για να ανοίξω την πύλη. Αναλογιζόμενη τις φωνές του όταν ξύπνησα και το χέρι του που κρατούσε το δικό μου σφιχτά καθώς ανεβαίναμε στο δωμάτιο του Ντεβ, αποφάσισα πως μάλλον είχε φρικάρει το ίδιο.

Ο αδερφός μου ήταν ξαπλωμένος και χλωμός στο κρεβάτι του, με τις κουρτίνες τραβηγμένες και το φως του φεγγαριού να λούζει το δωμάτιο. Δίπλα του καθόταν η μητέρα μου και η Σκάι, ο πατέρας μου και ο Βλαντ ήταν δίπλα στο παράθυρο και μιλούσαν και ο Κρις άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω σαν εκρεμμές, μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Ο Κλέι και η Έμπονι ήταν άφαντοι.
"Ντεβ" έκανα διστακτικά και αυτό λειτούργησε προφανώς σαν σύνθημα, γιατί ο Κάρτερ άφησε το χέρι μου και κάθισε δίπλα στον αδερφό μου.
"Μας τρόμαξες, ηλίθιε" του είπε.
"Σκάσε, Κέινι" έκανε ο αδερφός μου γελώντας. "Λυπάμαι που σου χάλασα τη φάση με την αδερφή μου, αλλά δεν το είχα προγραμματίσει".
"Τί συνέβη;" τον ρώτησα και σαρφάλωσα στο κρεβάτι δίπλα του, ανάμεσα σε εκείνον και τη Σκάι.
"Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω αυτό" παραδέχτηκε ο Ντέβερ και το βλέμμα του χάθηκε στο παρελθόν, εξηγώντας μας τί είχε λάβει χώρα. "Εκεί που καθόμουν με τον μπαμπά και ετοίμαζα το σχέδιό μας, η όρασή μου ξαφνικά θόλωσε και το οπτικό μου πεδίο μαύρισε. Ταράχτηκα, αλλά μέσα στην ταραχή μου, πρόσεξα ένα κόκκινο φως να με πλησιάζει και ξαφνικά είδα μπροστά μου τη Βασίλισσα".
"Εγώ αυτή θα τη γδάρω" μου είπε σοβαρά ο Κάρτερ, διακόπτωντας το φίλο του. Του χαμογέλασα τρυφερά.
"Υποθέσαμε πως μου έστελνε ένα μήνυμα, ένα όραμα αν θέλετε, για να μας τρομάξει προφανώς, γιατί τα λόγια της έσταζαν μίσος και απαξίωση".
"Τί είπε;" τον ρώτησα εγώ.
"Τα γνωστά ρε Χιονάτη, τί με ρωτάς τώρα; Προσέχετε, έρχομαι για όλους σας, θα σας εκδικηθώ και άλλα τέτοια χαριτωμένα".
"Πώς κατάφερε να μπει στο μυαλό σου;" ρώτησε ο Κάρτερ. "Το να μπαίνεις έτσι στο μυαλό κάποιου και να φυτεύεις εικόνες, απαιτεί χρήση μαύρης μαγείας".
"Εσύ και η Ρέιβεν το κάνετε" σχολίασε ο Ντεβ χαμογελαστός.
"Ναι, μόνο που κανείς από τους δυό μας δεν ασκεί μαύρη μαγεία, Ντέβι" σχολίασε ο βρικόλακάς μου. "Το δικό μας είναι... χμ, άλλο" πρόσθεσε χαμηλόφωνα για να μην ακουστεί.
"Θυμάμαι..." ξεκίνησα και σηκώθηκα, βγαίνοντας από το δωμάτιο. Δεν κατάλαβα ότι ο Κάρτερ με είχε ακολουθήσει, παρά μόνο όταν γύρισα πίσω και τον βρήκα να με κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα. Του έκανα νόημα να με ακολουθήσει στη βιβλιοθήκη όπου και πήγα καρφωτή σε ένα ράφι και άρπαξα ένα βιβλίο. Ήταν ένα παλιό, δερματόδετο, καφέ και ταλαιπωρημένο, που χρονολογούνταν από τις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα. Χάρηκα για το καταπληκτικό μνημονικό μου και ξεφυλλίζοντας, βρήκα την σελίδα που έψαχνα. Διαβάζοντάς την, ένιωσα τα μάτια μου να βγαίνουν από τις κόγχες τους. Ο Κάρτερ άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια μου και διάβασε.
"Τί εννοεί όταν λέει 'το πρόσωπο πιθανότατα έχει παγιδεύσει κάποιον εχθρό';" ρώτησε ο Κάρτερ ταραγμένος.


Blood (Midnight Series: Book Three)Where stories live. Discover now