Κεφάλαιο Εννέα

374 45 13
                                    

Πήρα κάποια μπουκαλάκια μαζί μου, παρόλο που ο Κάρτερ την είχε δει έτοιμος για σαφάρι και είχε αποφασίσει να τρεφόμαστε ο ένας από τον άλλον για δύο μέρες. Δεν επρόκειτο να τον αφήσω να κάνει του κεφαλιού του, επειδή ως γνωστόν ξεχνούσε να χρησιμοποιήσει το κεφάλι του για να πάρει σοβαρές αποφάσεις. 
Εγώ πάλι, που ήμουν καλή σε κάτι τέτοια, αποφάσισα να φορέσω τα άνετα ρούχα τα οποία είχα για την μάχη μιας και ποτέ δεν ήξερες πότε μπορεί να ξεσπούσε καυγάς στα ξαφνικά. 
Ξεκινήσαμε την επομένη το πρωί, ποδαράτο μέσα από το δάσος με στάση κάθε τρεις ώρες, όχι επειδή το χρειαζόμασταν, αλλά επειδή ο Κάρτερ είχε ξεχάσει πως είναι βρικόλακας και με έσερνε συνεχώς σε ραχούλες και ποταμάκια για να θαυμάσουμε τη θέα, γιατί "αυτό κάνουν τα ζευγάρια". Μετά από την τρίτη φορά που το έκανε και αφού είδε το θυμωμένο μου βλέμμα, πήρε κι εκείνος το κουταβίσιο βλέμμα του και δεν μου άφησε άλλα περιθώρια. Συνεχίσαμε τον υπόλοιπο δρόμο πότε σιωπηλοί, πότε συζητώντας για το πώς φανταζόμασταν τον μπαμπά της Έμπονι, ή για το τί περιμέναμε από τη Βασίλισσα. 
"Πέρα από τη μάχη εννοείς, έτσι;" έκανε ο Κάρτερ γελώντας. 
"Ναι" έκανα δήθεν θυμωμένη. 
Ο Κάρτερ άφησε ένα φιλί στα σουφρωμένα χείλη μου και συνέχισε να περπατάει. "Θυμάμαι γιατί τα έχει πάρει η Βασίλισσα" σχολίασε έπειτα "απλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί επιμένει". 
"Η επαγγελματική μου φύση δεν μου επιτρέπει να σου απαντήσω ειλικρινά σε αυτή την ερώτηση" απάντησα. 
"Έλα τώρα, το λατρεύω όταν θυμώνεις. Πες μου". Η φωνή του ήταν απαλή και - ο αλήτης! - ήξερε πως να με κάνει να μην μπορώ να πω όχι.
"Επειδή είναι βλαμμένη" έκανα ειρωνικά, έχοντας την μισή μου σκέψη σε κάτι άλλο που με απασχολούσε. 
Ο Κάρτερ με αγκάλιασε από τη μέση και άφησε το χέρι του να γλιστρήσει λίγο πιο κάτω. Ναι, ήξερε πολύ πολύ καλά τί να κάνει. "Το ξέρω ήδη αυτό" σχολίασε. 
"Δεν έχει κάτι άλλο. Το είδες και μόνος σου ότι είναι ηλίθια". Μα γιατί δεν μπορούσα απλά να το ξεπεράσω; 
"Είναι" συμφώνησε και έπειτα γέλασε. "Μπορώ να καταλάβω τί θα με ρωτήσεις, Ρέιβεν, ακόμα και χωρίς να διαβάσω το μυαλό σου. Μπορώ να διαβάσω τα μάτια σου. Έπρεπε να το περιμένεις, δεδομένης της ιστορίας μας". 
"Το ξέρω" έκανα ντροπαλά. Πόσο χαζή ήμουν πια; Τον είχα πίσω μετά από τόσους μήνες και με απασχολούσε αυτό; Άρχισα σοβαρά να σκέφτομαι πως είχα κάποιο ψυχικό πρόβλημα, από αυτά που παθαίνουν οι άνθρωποι. 
"Ρώτα με, Ρέιβεν" είπε εκείνος σταματώντας με και βάζοντας τα χέρια του στα μπράτσα μου. 
"Και μην φοβάσαι την απάντηση". Πρόφερε τα τελευταία λόγια πολύ κοντά στο αυτί μου, η αναπνοή του γαργάλησε το δέρμα μου. 
"Συνέβη κάτι με τη Βασίλισσα όσο ήσουν μαζί της;"
Δεν μπορούσα να τον κοιτάζω και να τον ρωτάω αυτά τα πράγματα, φοβόμουν ότι θα διαβάσω στα μάτια του κάτι που δεν ήθελα. Αποδοκιμασία, κοροϊδία, οίκτο, ή ακόμα και την αλήθεια. 
"Όχι, Ρέιβεν" είπε έπειτα από λίγο και τότε μόνο τον κοίταξα. Τα μάτια του ήταν σταθερά, το μέτωπό του λείο και κανένα ίχνος γέλιου δεν κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του αυτή τη φορά. "Δεν συνέβη τίποτα. Ήθελε να με προσεγγίσει, αλλά εγώ θα προτιμούσα να χώσω ένα παλούκι στην καρδιά μου, Ρέιβεν. Μπορεί να μην μπορούσα να σε θυμηθώ πλήρως, αλλά ήξερα ότι η καρδιά μου ανήκε κάπου αλλού. Ήξερα ότι ανήκε σε ένα κορίτσι με μαύρα μαλλιά, γαλάζια μάτια και γλώσσα που σπάει κόκαλα". 
"Κάρτερ..."
"Όχι, άσε με να σου πω. Σε θυμόμουν και ας μην σε θυμόμουν, με καταλαβαίνεις; Ήξερα ότι ήσουν κάπου εκεί έξω, ήξερα ότι ανήκα σε σένα, χωρίς να σε θυμάμαι, χωρίς να μπορώ να φέρω την μορφή σου καθαρά στο μυαλό μου. Χωρίς να θυμάμαι τί έχουμε ζήσει μαζί, Ρέιβεν, αλλά θα διάλεγα εσένα, όσες φορές και να με ρωτούσαν. Ήσουν μια μορφή χωρίς πρόσωπο στο κεφάλι μου, αλλά υπήρχες και το μυαλό και η καρδιά μου φώναζαν ότι ήσουν εσύ. Πάντα ήσουν εσύ. Πάντα θα είσαι". 
Να πάρει, πάντα κατάφερνε και με έκανε να λιώνω με τα λόγια του. Συγκράτησα τα πραγματικά μου αισθήματα και έσυρα απαλά το δάχτυλό μου στο μάγουλό του, απολαμβάνοντας αυτή την μικρή, αλλά υπέροχη επαφή. "Με χαροποιεί αυτό, να ξέρεις". 
"Σώπα" έκανε εκείνος πειρακτικά τραβώντας την πρώτη συλλαβή. Με έπιασε από τη μέση και συνέχισε να περπατάει δίπλα μου, κλέβοντας ματιές που και που, απλά για να βεβαιωθεί ότι δεν είχα ξεσπάσει σε κλάματα, όπως έκανα συνήθως. 

Ο Κάρτερ με υποχρέωσε σχεδόν να κάνουμε μια αχρείαστη στάση μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να περάσουμε κάποιο μέρος της νύχτας σε μια κρύα, ξεχασμένη από το Θεό σπηλιά. 
Όχι ότι με ενοχλούσε το κρύο. Δεν κρύωνα. Οι βρικόλακες δεν κρυώνουν, είναι νομίζω πλέον γνωστό. Σαν γυναίκα όμως, είναι στη φύση μου να γκρινιάζω, οπότε αυτό θα έκανα. Ο Κάρτερ είχε βολευτεί στο σκληρό έδαφος με το σακάκι του για μαξιλάρι και κάθε λίγο και λιγάκι μου πετούσε ματιές. Μόλις τον κοίταζα θυμωμένα, εκείνος έσκαγε ένα χαμόγελο και περίμενε μέχρι να αρχίσω τη γκρίνια. Γκρίνιαζα, αλλά μπορούσα να διαβάσω στα μάτια του ότι καλύτερα να με ακούει να γκρινιάζω, παρά να με έχει σε μια γωνιά να βυθίζομαι στις αμφιβολίες μου. 
Με τράβηξε στην αγκαλιά του έπειτα από λίγο και πίεσε το πρόσωπό μου στο στήθος του. Η μυρωδιά του με έκανε να ανατριχιάσω και ο τρόπος που τα μπράτσα του έκλεισαν γύρω μου, βοήθησε πολύ στο να πάψω να αμφιβάλλω. Το ένα του χέρι άρχισε να ταξιδεύει γλυκά. 
"Ρέιβεν;" ρώτησε χαμηλόφωνα. Η ανάσα του χτύπησε αισθησιακά την κορυφή του κεφαλιού μου. 
"Ναι;"
"Τότε στο χορό..."
"Ναι..."
"Πού χόρεψες με εκείνο το κοπρόσκυλο-συγγνώμη, με τον Τζον εννοώ..." Γέλασα. "Γιατί το έκανες;"
Σήκωσα το κεφάλι να τον κοιτάξω. "Ζηλεύεις, Κάρτερ;" έκανα παιχνιδιάρικα και ανασηκώθηκα, ρίχνοντάς τον πίσω και περνώντας το ένα μου πόδι από πάνω του, ώστε να κάθομαι στο στήθος του. 
"Άντε καλέ που ζηλεύω... Επειδή δεν γουστάρω να ακουμπάνε το κορίτσι μου; Επειδή δεν μου αρέσουν οι παρέες που κάνεις; Επειδή τυγχάνει να στην πέφτουν όλων των ειδών τα μαγικά πλάσματα με τα οποία έχουμε πάρε-δώσε; Γιατί να ζηλέψω;"
"Κάρτερ, ο χορός με τον Τζον ήταν απλά για να σε εκνευρίσω. Με είχες πληγώσει που με πετούσες από τη ζωή του και ήθελα να σε τσαντίσω λίγο. Γνωρίζω πολύ καλά ότι δεν τον συμπαθείς τον Τζον, οπότε άρπαξα την ευκαιρία". 
"Είσαι κακιά, Ρέιβεν Μπλακ" έκανε χαμογελαστός. "Είσαι κακιά και το αγαπώ αυτό". 
Έριξα το κορμί μου προς το μέρος του και τον φίλησα. "Ξεκουράσου" του είπα. "Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο". 

Στο μεταξύ, συνέχισα να του γκρινιάζω για οτιδήποτε μου ερχόταν στο μυαλό. Είμαι σίγουρη πως του έσπασα τα νεύρα, παρόλα αυτά δεν παραπονέθηκε καθόλου. Κάπου στη μέση της νύχτας με σκούντηξε ελαφρά και με αγκάλιασε και πάλι, λέγοντάς μου πως έπρεπε να συνεχίσουμε. Μέχρι τότε είχα χάσει κάθε όρεξη να γκρινιάξω, είχε σχεδόν πονέσει ο λαιμός μου από την προσπάθεια, οπότε του χαμογέλασα και τον ακολούθησα έξω, στο πηχτό σκοτάδι. 

Blood (Midnight Series: Book Three)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα