Κεφάλαιο Δεκαπέντε

312 37 19
                                    

Πέντε μέρες μετά και με την απειλή της Βασίλισσας να έχει κάπως ξεθωριάσει στο μυαλό όλων, ντυνόμουν για να βγω με τον Κάρτερ. Εκείνος ήταν που είχε την ιδέα να βγούμε ραντεβού σαν τα "φυσιολογικά, ανθρώπινα ζευγάρια", μιας και δεν το είχαμε κάνει ποτέ από τότε που ήμασταν μαζί. Το έβρισκα λίγο υπερβολικό όλο αυτό, αλλά δεν είχα σκοπό να του το πω. Έτσι κι αλλιώς λίγη ομαλότητα στη ζωή μου θα μου έκανε καλό. Να ξεχάσω για λίγο ποιά είμαι, τί είμαι και τί κάνω και να επικεντρωθώ στο πόσο καλή τύχη είχα και, ένας άνθρωπος σαν τον Κάρτερ είχε αποφασίσει να θελήσει εμένα. 

Ντύθηκα φυσιολογικά. Για άνθρωπος, τουλάχιστον. Ο Κάρτερ είχε αποφασίσει να πάμε βόλτα στη θάλασσα - και δυστυχώς όχι στη Λέιτον Μπιτς, αλλά σε μια άλλη, ανθρώπινη - και δεν μπορούσα να εμφανιστώ στον έξω κόσμο σαν την μνηστή του Φρανκενστάιν, τη στιγμή που ο Κάρτερ δίπλα μου θα έμοιαζε με στέλεχος επιχείρησης. Μόλις ετοιμάστηκα, κατέβηκα στην είσοδο και βγήκα από το Σάντοουφορτ Μουρ για να βρω τον Κάρτερ έξω από την καγκελόπορτα, να στηρίζεται στο καπό του αυτοκινήτου.
"Καλησπέρα, όμορφη" είπε κοιτώντας με από την κορυφή ως τα νύχια. "Να σε πάω κάπου;"
"Α, ώστε έτσι θες να το πάμε. Ωραία". Ξερόβηξα και κατέπνιξα ένα γέλιο. "Ευχαριστώ, μα περιμένω το αγόρι μου" του είπα πλησιάζοντας. 
"Σε ένα τέτοιο μέρος, τέτοια ώρα; Ποιός ηλίθιος άφησε την κοπέλα του να τον περιμένει σε τέτοιο κακόφημο μέρος; Το ξέρεις ότι εκείνο εκεί το σπίτι" μου έδειξε το Σάντοουφορτ Μουρ "λένε πως έχει φαντάσματα;"
"Ακουστά το έχω" σχολίασα. 
"Και λοιπόν, δεν μου είπες πως είναι το αγόρι σου" επέμεινε ο Κάρτερ ανοίγοντάς μου την πόρτα του συνοδηγού. 
"Α, τίποτα σπουδαίο" του είπα, ελπίζοντας να τον τσιγκλήσω αρκετά. 
"Ρέιβεν!" διαμαρτυρήθηκε εκείνος μένοντας όρθιος με την πόρτα ανοιχτή. Ξέσπασα σε γέλια και τον τράβηξα κοντά μου. 
"Χαζέ..." του είπα γλυκά. "Ήθελα να δω πώς θα αντιδράσεις". 
"Άσχημα, όπως είδες" είπε παίρνοντας το κουταβίσιο βλέμμα και μουτρώνοντας. "Με πλήγωσες". 
Τον πλησίασα και άφησα ένα απαλό φιλί στα σουφρωμένα χείλη του. "Ελπίζω αυτό να με εξιλεώνει". 
Ο Κάρτερ χαμογέλασε. "Προσπάθησε λίγο ακόμα". 


Καθίσαμε στην παραλία, ανάμεσα σε κάμποσα άλλα ερωτευμένα ζευγαράκια και μάλιστα ο Κάρτερ έστρωσε κάτω το σακάκι του για να μην λερώσω το φόρεμά μου. Εκείνος βολεύτηκε δίπλα μου και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους μου, ρίχνοντας το βλέμμα στον έναστρο ουρανό. 
"Ξέρεις, πρώτη φορά χαζεύω τα αστέρια χωρίς να βρίσκομαι στην κορυφή του Σάντοουφορτ Μουρ, έχοντας σκοπό να πηδήσω στο έδαφος". 
Χαμογέλασα. "Κι εγώ". 
"Κοίτα πόσος κόσμος..." αναστέναξε. "Τί λες να έκαναν αν ήξεραν για εμάς;"
"Πιθανότατα θα έτρεχαν μακριά μας". 
"Και μα θα μέναμε μόνοι. Μήπως να πω τί είμαστε;"
"Να κάτσεις στα αυγά σου, Κάρτερ Κέιν. Εσύ ήθελες απλό, ρομαντικό, ανθρώπινο ραντεβού. Τώρα θα κάτσεις εδώ σαν όλους τους ανθρώπους και δεν θα βγάζεις άχνα. Εγώ είμαι γυναίκα, εγώ υποτίθεται πως θα μιλάω". 
"Επιτέλους, το παραδέχτηκες" είπε γελώντας, παίζοντας με μια τούφα από τα μαλλιά μου.
Το ρομαντικό μας ραντεβού διέκοψε απότομα μια κλήση στο κινητό μου. Απάντησα έχοντας ήδη έναν κόμπο στο στομάχι, γιατί κανένα μέλος της οικογένειάς μου δεν με καλούσε αν δεν συνέβαινε κάτι πραγματικά άσχημο. Αυτή την φορά, με καλούσε ο Κρις.
"Κρις; Τί γίνεται;'
"Ρέιβεν! Είσαι με τον Κάρτερ;"
"Ναι. Τί έγινε, Κρις;" Το βλέμμα του Κάρτερ πάγωσε πάνω μου και με περιεργάστηκε, προσπαθώντας να καταλάει τί τρέχει.
"Ρέιβεν, ο Ντέβερελ..."
"Τί έγινε, Κρις, γαμώ το; Λέγε!" ξέσπασα.
"Είχε μια κρίση... Ρέιβεν, πες το με τρόπο στον Κάρτερ, μην ταραχτεί κι εκείνος. Ελάτε από εδώ. Έχουμε την εντύπωση ότι ευθύνεται η βλαμμένη".

Blood (Midnight Series: Book Three)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα