Κεφάλαιο Δεκατέσσερα

Começar do início
                                    

"Ρέιβεν" είπε χαμηλόφωνα και ξαφνικά όλες οι φωνές στο δωμάτιο έπαψαν. Ο Κάρτερ παράτησε τον Ντεβ και με πλησίασε, βάζοντας τα χέρια του στους ώμους μου και αφήνοντας ένα φιλί στο μέτωπό μου. "Πήρες το μήνυμά μου;" ρώτησε. Έγνεψα θετικά. "Κάθισε, να σε ενημερώσω". 

"Δεν έχεις να την ενημερώσεις για τίποτα" διέκοψε απότομα ο πατέρας μου. "Ό, τι πρέπει να ξέρει είναι εδώ" συνέχισε απλώνοντας προς το μέρος μου ένα κομμάτι χαρτί, καμένο στις άκρες. Είχε έρθει μάλλον από το τζάκι.


Ρέιβεν Μπλακ, Κάρτερ Κέιν

Ελπίζω να ευχαριστηθήκατε τις μέρες ηρεμίας και γαλήνης που σας χάρισα. Υποθέτω όμως, πως ξέρατε ότι αυτές οι μέρες θα τελείωναν σύντομα. Περιμένατε πως θα ξεχνούσα όλα αυτά που μας χωρίζουν, όλα αυτά που κάνατε στο Λαό μου;
Όχι. 
Ο πόλεμος τώρα αρχίζει. 
Και αυτόν τον πόλεμο σκοπεύω να τον κερδίσω. 
Να προσέχετε. Να φυλάγεστε. Να περπατάτε και να έχετε το νου σας, γιατί μπορώ οποιαδήποτε στιγμή να σας καταστρέψω. 
Και θα το κάνω. 

Ολιάν. 


Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν και ο Κάρτερ άρπαξε το χαρτί. Το έδωσε στον πατέρα μου και έπειτα με οδήγησε στο τραπέζι για να κάτσω. "Ήθελα να στο φέρω με τρόπο" μου απολογήθηκε στο αυτί. 
"Και τώρα τί κάνουμε;" ρώτησα, για πρώτη φορά νιώθοντας αδύναμη μπροστά στην Βασίλισσα. Δεν μου άρεσε να νιώθω έτσι, δεν μου άρεσε καθόλου. 
"Ό, τι κάναμε πάντα" σχολίασε ο πατέρας μου σχεδόν αδιάφορα και έπειτα στράφηκε ξανά προς όλους μας. Μοιάζει να σας έχει βάλει στόχο". 
"Είναι πιθανό όμως να βλάψει κάποιον από εσάς, αν έχει σκοπό να μας αποδυναμώσει" πρόσθεσε ο Κάρτερ τρίβοντας τα μάγουλα με το χέρι του. "Και αν κρίνω από την φύση του χαρακτήρα της, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα το κάνει αυτό". 
Ένιωσα ξαφνικά να ζαλίζομαι από τον πανικό και έριξα το κεφάλι μου στην κρύα, ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού. Ένα, δύο ζευγάρια χέρια με έπιασαν από τους ώμους απαλά και αναγνώρισα την φωνή του Κρις και του Κάρτερ μου. 
"Είσαι καλά;"
"Ζαλίστηκες; Να σου φέρω λίγο να φας;"
"Καλά είμαι" είπα και κοίταξα και τους δύο. "Καλά είμαι, μην νοιάζεστε. Τα νεύρα μου έχω λίγο, αλλά θα μου περάσει". 
"Και τώρα τι;" πετάχτηκε η Έμπονι. "Θα κλειστούμε όλοι εδώ μέσα σαν φυλακισμένοι;"
"Όχι" είπε ο Βλαντ. "Απλώς... θα έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα". 
"Δεκατέσσερα τα είχαμε και πριν" σχολίασε κάπως πικρόχολα ο Κάρτερ. "Δεν μπορούμε να πάψουμε να κυκλοφορούμε. Θα πρέπει, εκτός των άλλων, να βγούμε και για κυνήγι. Δεν θα στενέψουμε τις ζωές μας επειδή η βασίλισσα θυμήθηκε να παίξει τη γάτα με το ποντίκι, ξεχνώντας πως κανένας μας δεν ήλπιζε σε στιγμές γαλήνης από εκείνη". 
"Συμφωνώ με τον Κάρτερ" είπα με πείσμα. 
"Αλίμονο". Ο Ντεβ έστριψε τα μάτια του παιχνιδιάρικα και μου έστειλε ένα πεταχτό φιλί πριν του απαντήσω να κλείσει το στόμα του. 
"Προτείνω μέτρα ασφαλείας" συνέχισε ο Κάρτερ και σηκώθηκε όρθιος, περπατώντας γύρω από το τραπέζι. "Κανείς δεν θα βγαίνει μόνος του. Πάντα θα βγαίνουμε σε ζευγάρια, ή ακόμα καλύτερα, ανά τρεις. Τα βράδια θα ξεκουραζόμαστε με βάρδιες και για κυνήγι θα βγαίνουμε σε δύο ομάδες. Όσο εμείς κυνηγάμε, μπορεί κάποιος από τους υπόλοιπους να μείνει εδώ και να φυλάει το Σάντοουφορτ Μουρ". 
"Ο Κάρτερ έχει δίκιο" πετάχτηκε ξαφνικά ο Τζόναθαν ξαφνιάζοντας τους πάντες. "Είναι η μόνη λύση. Ούτε εγώ σκοπεύω να κλειδωθώ εδώ μέσα σαν κατάδικος. Απλώς θα είμαστε προσεκτικοί". 
Ακόμα περισσότερο από την υποστήριξη του Τζον, με εξέπληξε το  χαμόγελο που μοιράστηκαν οι δυο τους μετά το γεγονός. 


Λίγο αργότερα άλλαξα σε ένα παντελόνι και μια απλή μπλούζα, γιατί δεν είχα σκοπό να χαλάσω το φόρεμά μου στο κυνήγι. Αποφασίσαμε να βγούμε προς αναζήτηση φαγητού, πρώτα οι "μικροί" και έπειτα οι "μεγάλοι", έτσι βρέθηκα εγώ, με τον Κάρτερ, τον Ντεβ και τη Σκάι στην είσοδο του Σάντοουφορτ Μουρ, ενώ οι υπόλοιποι θα έβγαιναν μόλις επιστρέφαμε. Ο Κάρτερ με έπιασε από το χέρι και αρχίσαμε να τρέχουμε προς το δάσος. Ξεμακρύναμε λιγάκι περισσότερο από την τελευταία φορά, με την ελπίδα να βρίσκαμε περισσότερα ζώα από τα οποία μπορούσαμε να τραφούμε. Σκαρφάλωσα σε ένα δέντρο με τον Κάρτερ να με ακολουθεί για να ελέγχει μην τυχόν χάσω το βήμα μου και πέσω και κάθισα σε ένα κλαδί. Ο Κάρτερ βολεύτηκε δίπλα μου και άρχισε την κουβέντα. 
"Λοιπόν; Για πες. Τί σχέδιο έχεις για να ξεφορτωθούμε τη Βασίλισσα;"
"Να την σκοτώσουμε" απάντησα ψυχρά. 
"Ναι, αυτό το είχα κάπως δεδομένο" με πείραξε, μπλέκοντας μια τούφα από τα μαλλιά μου στα μακριά του δάχτυλα. "Κάτι πιο... ευφάνταστο;"
"Ξέρεις, με έχει συνεπάρει η χαρά του κυνηγιού, οπότε δεν μπορώ να κάνω πολλές σκέψεις ταυτόχρονα. Πεινάω". 
"Ρέιβεν, πόσες φορές σου έχω πει να τρέφεσαι από μένα πιο συχνά; Πέραν αυτού, πρέπει να διατηρούμε και κάπως την επικοινωνία με την σκέψη μας, αν δεν το κάνουμε... Το ξέρεις πως όσο περνούν οι μέρες ακούω τη φωνή σου όλο και χαμηλότερα;"
"Κόψε την κλάψα, Κάρτερ, μια χαρά με ακούς, όσο καλά σε ακούω κι εγώ. Δεν πρόκειται να σε αποδυναμώνω επειδή πας να με πείσεις ότι χάνουμε την επικοινωνία μας". 
"Άξιζε η προσπάθεια" σχολίασε εκείνος χαμογελαστός. "Πάμε σε ένα άλλο θέμα. Πόσο υπέροχος είμαι;"
Τον κοίταξα ανασηκώνοντας το φρύδι. "Είσαι καλά;" ρώτησα, μη μπορώντας να κρύψω το χαμόγελό μου. 
"Μια χαρά, απλώς μου αρέσει να σε ακούω να μου το λες". 
"Ψώνιο". 
"Ναι, πες μας ότι δεν σου αρέσει κιόλας..." έκανε γεμάτος αυτοπεποίθηση. Εκείνη την ώρα πρόσεξα μια μικρή ομάδα ελαφιών να κατευθύνονται προς το μέρος μας. Προχωρούσαν αργά αλλά περήφανα, κοιτώντας αριστερά και δεξιά προσέχοντας να μην πέσουν πάνω σε κάποιον εχθρό, αλλά αν μπορούσαν να κοιτάξουν πάνω, θα τον εντόπιζαν. 
"Όπα, φαγητό" έκανα, νιώθοντας τους κυνόδοντές μου να μακραίνουν. 
Ο Κάρτερ πήρε θέση μάχης και γύμνωσε τα δόντια του. Έσκυψε προς τα μπροστά, κρατώντας ένα κλαδί και κοιτώντας προς τα κάτω. Το θέαμα ήταν πραγματικά τρομαχτικό και συνάμα πανέμορφο. Πριν ορμήσει, τον έπιασα από το μπράτσο. 
"Κάρτερ, μου υποσχέθηκες" του θύμισα. 
"Μείνε ήσυχη, δεν θα σκοτώσω τίποτα" με καθησύχασε και έπειτα όρμησε στα ζώα. 

Blood (Midnight Series: Book Three)Onde histórias criam vida. Descubra agora