~Νεο ξεκίνημα~

130 38 0
                                    

Η Σμαρώ την περίμενε ξύπνια στην κουζίνα. Δυστυχώς δεν μπορούσε να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα.
-Τι έγινε Ευδοκία; Όλα εντάξει;, τη ρώτησε μόλις μπήκε στο σπίτι.
-Ναι. Και σε λίγο θα φύγω κι εγώ, με το πρώτο λεωφορείο, μόλις ξημερώσει.
-Στην Αθήνα θα πας; Μα τι θα κάνεις εκεί; Βρήκες κάποια δουλειά;
-Κάτι έχω υπ'όψιν μου, αλλά δεν είναι και σίγουρο. Θα δούμε...
-Είσαι σίγουρη για αυτό που πας να κάνεις;
-Ναι.
-Καλά. Πάντως εγώ θα είμαι εδώ για ότι χρειαστείς.
-Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Σμαρώ. Έχετε κάνει τόσα πολλά για μένα. Θα σας είμαι πάντα ευγνώμων.
-Αχ, Ευδοκία μην αρχίζεις πάλι με τα ευχαριστώ! Από την καρδιά μου έκανα ότι έκανα. Αλλά μήπως βρε παιδί μου να γύριζες πίσω να πάρεις το μωρό σου; Είναι ακόμα νωρίς, δεν θα το έχουν βρει...
-Όχι. Έχω πάρει την απόφαση μου κι αυτό δεν αλλάζει. Σας παρακαλώ ας μην το συζητάμε άλλο. Α, θέλω να σας ζητήσω και μια χάρη. Αν μπορείτε να προσέχετε το σπίτι μας και τον Κλεάνθη.
-Μην ανησυχείς! Θα προσέχω και τα δυο σαν τα μάτια μου. Να είσαι καλά παιδί μου, να φροντίζεις τον εαυτό σου εκεί που θα πας.
-Ναι...
Το πρώτο λεωφορείο περνούσε πολύ πρωί από το χωριό. Με μια μικρή, ξεχαρβαλωμένη, βαλίτσα στα χέρια αποχαιρέτησε την Σμαρώ. Εκείνη δεν το ήξερε αλλά αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπε.
Καθώς έφευγε άκουσε πίσω της τον ήχο του νερού που έριχνε, για να έχει καλό ταξίδι. Δάκρυσε, αλλά προσπάθησε να το κρύψει.
Η ίδια είχε πείσει την Σμαρώ να μην περιμένει μαζί της, για το λεωφορείο. Δεν υπήρχε λόγος και δεν της άρεσαν ποτέ οι θλιβεροί αποχαιρετισμοί.
Όταν επιτέλους έφτασε το λεωφορείο, έκατσε σε μια θέση δίπλα στο παράθυρο. Συγκινημένη κοιτούσε τα σπίτια του χωριού σιγά σιγά να απομακρύνονται, μέχρι που έγιναν μικρές μικρές κουκκίδες του ουρανού. Βέβαια τότε δεν μπορούσε να ξέρει πως μια μέρα θα γυρίσει πάλι πίσω. Μετανιωμένη μάλιστα...
Μια ώρα αργότερα βρισκόταν στην Αθήνα. Το χλωμό φως του ήλιου προκαλούσε δυσφορία και μια κάποια μελαγχολία στους περαστικούς. Όχι όμως στην Ευδοκία. Εκείνη ήθελε να πάει κατευθείαν στον ΟΤΕ για να τηλεφωνήσει σε εκείνο το σπίτι που της είχε πει η κυρία Μαρία. Ναι, αλλά αν είχε προλάβει κάποια άλλη την θέση; Αν τελικά ήλπιζε μάταια; Δεν είχε να χάσει κάτι για αυτό και θα δοκίμαζε...
Λίγο αργότερα έφτασε εξουθενωμένη στον ΟΤΕ και ζήτησε να πάρει ένα τηλέφωνο.
Περίμενε για πολλή ώρα και πάνω που ήταν έτοιμη να διακόψει την κλήση...
-Ναι;, απάντησε μια νυσταγμένη φωνή.
-Ε, καλημέρα! Πέρνω στο σπίτι του κυρίου Ιάκωβου Ανδρέου, έτσι δεν είναι;
-Εσείς που θέλατε να πάρετε;
-Απλά ρώτησα για σιγουριά. Μήπως είστε η κυρία Νεφέλη Ανδρέου;
-Όχι. Η κυρία Ανδρέου, είναι απασχολημένη αυτή τη στιγμή.
-Μπορώ να μιλήσω μαζί της παρακαλώ;
-Είμαι η Ελένη, η οικονόμος του σπιτιού. Ότι μου πείτε θα της το μεταφέρω κι αν επιθυμεί θα σας τηλεφωνήσει η ίδια.
-Γιατί; Μήπως λείπει;
-Όχι, απλά δεν είναι σε θέση να σας μιλήσει αυτή τη στιγμή!
Η φωνή, αυτή τη φορά ακουγόταν εκνευρισμένη. Πρέπει να τους είχε ξυπνήσει τους ανθρώπους. Το ρολόι στο χέρι της έδειχνε εννιά και μισή. Σίγουρα για το χωριό δεν ήταν νωρίς.
-Ε...πήρα τηλέφωνο, γιατί κάπου έμαθα ότι ψάχνετε κοπέλα, για το σπίτι. Ενδιαφέρομαι και θα ήθελα να περάσω από εκεί, να συζητήσουμε. Αν είναι ακόμα ελεύθερη η θέση βέβαια...
-Είναι. Και μπορείτε να έρθετε στη βίλα σήμερα κιόλας. Έχετε τη διεύθυνση, έτσι;
-Ναι, την έχουμε.
-Ωραία. Πείτε μου παρακαλώ το όνομα σας, για να το αναφέρω στην κυρία Ανδρέου.
-Ω, ναι, φυσικά. Ευδοκία Γεωργίου λέγομαι...

Το μέντιουμ {TYS_GR}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα