~Τελικά;~

167 43 3
                                    

Η μοναχή Νεκταρία έτρεξε ν' ανοίξει την πόρτα. Στο μοναστήρι μπήκαν τρεις αστυνομικοί.
Η Ευθυμία τους κοίταξε με θάρρος.
-Παρακαλώ;
-Εσείς είστε η ηγουμένη;
-Μάλιστα. Συμβαίνει κάτι;
-Αστυνόμος Σαράντος Παπάζογλου. Τα σέβη μου.
-Γιατί ήρθε η αστυνομία εδώ; Τι έγινε;
-Κάποιος μας πληροφόρησε ότι η Μελπομένη Νικολάου βρίσκεται εδώ στο μοναστήρι σας. Κάποιος που την είδε να μπαίνει.
-Δεν ξέρω για ποια μιλάτε αστυνόμε.
-Μήπως αυτή η φωτογραφία θα σας βοηθήσει λίγο;, είπε και της έδειξε μια φωτογραφία της Μέλπως.

-Αυτήν ψάχνεται; Νομίζω πριν λίγες μέρες είχε έρθει εδώ.

-Και;

-Μας ζήτησε να την φιλοξενήσουμε για μια νύχτα. Τότε δεν γνωρίζαμε ότι την ψάχνει η αστυνομία. Όταν ξημέρωσε είχε ήδη φύγει. Καμία από εμάς δεν την κατάλαβε.

-Είστε σίγουρη ηγουμένη;

-Φυσικά.

Ο αστυνόμος άρχιζε να κοιτάζει μια μια τις μοναχές. Το βλέμμα του καρφώθηκε στη Μέλπω.

-Αυτή γιατί φοράει μάσκα; Άρρωστη είναι;

-Ναι, παιδί μου. Πολύ. Έχει φυματίωση. Μην την πλησιάζεις, είναι εύκολο να κολλήσεις.
Χωρίς να το θέλει είχε πατήσει πάνω στο ευαίσθητο σημείο του. Ο Σαράντος Παπάζογλου είχε πάντα μια φοβία με τις αρρώστιες, όπως πολλοί άλλωστε.

-Περαστικά, ευχήθηκε.

-Χρειάζεστε κάτι άλλο παιδί μου;    
-Αν δεν σας πειράζει, θέλουμε να ψάξουμε όλο το μοναστήρι. Καταλαβαίνετε, για τυπικούς λόγους.  

-Εμένα; Τι να με πειράζει; Κάντε την δουλειά σας.                                  
Όταν τελείωσαν, η Ευθυμία τους κοίταξε θριαμβευτικά. Δεν είχαν  καταλάβει απολύτως τίποτα.      

-Παιδί μου, χρειάζεστε κάτι άλλο;

 -Όχι, αλλά αν προκύψει κάτι, να είστε σίγουρη πως θα ξαναρθουμε. Εσείς στο μεταξύ αν την ξαναδείτε ενημερώστε μας αμέσως. Η γυναίκα αυτή είναι μια απατεώνισα, που εκμεταλλεύεται τον κόσμο. Και τώρα τριγυρίζει ποιος ξέρει που, ελευθερη και ανενόχλητη. Θα μας ήταν πολύ χρήσιμη η βοήθεια σας, ξέρετε.    
 
-Μάλιστα. Θα κάνουμε ότι μπορούμε για να σας βοηθήσουμε, μείνετε ήσυχοι. Να είστε πάντα καλά, είπε στους αστυνομικούς καθώς έφευγαν.

-Τι τρομάρα κι αυτή, ψέλλισε η μοναχή Θεοδοσία.

-Φτηνά τη γλίτωσα, σκεφτόταν η Μέλπω.

-Ηγουμένη, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για όσα κάνατε για μένα. Θα σας είμαι υπόχρεη.

-Αυτό να μην το ξαναπείς παιδί μου. Εγώ έκανα ότι μπορούσα. Μελπομένη, θέλω να προσέχεις. Αν σε δει πάλι κάποιος δεν θα μπορώ να πω ψέματα, είναι αμαρτία. Και τώρα που το έκανα ήταν. Ας με συγχωρήσει ο Θεός, μονολόγησε.
Όλες οι μοναχές ξαναγύρισαν στις δουλειές τους. Η Μέλπω θέλησε να της βοηθήσει μέχρι την ώρα του φαγητού.
Λίγο πριν τη δύση του ηλίου αποσύρθηκαν στα κελιά. Μόνο που εκείνη δεν είχε ύπνο. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να πηγαίνει πάνω κάτω στο δωμάτιο της. Πολύ σύντομα όμως βαρέθηκε.
Λίγα λεπτά αργότερα έπιασε τον εαυτό της να γυρνάει στο διάδρομο. Είχε μεγάλη περιέργεια να δει τι κάνουν στο μοναστήρι τέτοια ώρα. Μήπως καμία προσευχή πάλι;
Η αλήθεια ήταν πως είχε βαρεθεί να της ακούει από το πρωί ως το βράδυ. Εκείνη από μικρή δεν ήταν παιδί της εκκλησίας, ούτε φανατική Χριστιανή...
Τις σκέψεις της διέκοψε ένας λυγμός που ακούστηκε από το διπλανό κελί.
-Ηγουμένη;
Η Ευθυμία σκούπισε βιαστικά τα μάτια της.
-Θέλεις κάτι Μελπομένη;
-Μέλπω να με λέτε καλύτερα.
-Μα γιατί; Δεν θέλεις να σε λέμε με το βαπτιστικό σου; Είναι πολύ ωραίο!
-Εμένα ποτέ δεν μου άρεσε!
-...
-Τι σας συμβαίνει;Κλαίγατε πριν;
-Όχι, εγώ; Γιατί να κλαίω;
-Αυτό το ξέρετε εσείς.
Για λίγο δεν μίλησε καμία από τις δύο.
-Παιδί μου, έσπασε τη σιωπή η ηγουμένη. Το ξέρεις πως μέσα στο μοναστήρι υπάρχει θησαυρός;
Την κοίταξε έκπληκτη χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη.
-Αλήθεια;
-Ναι. Αλλά ποτέ κανένας δεν τον βρήκε.
-Ποιανού είναι αυτός ο θησαυρός; Ποιός τον έθαψε εδώ;
-Γι'αυτό δεν μπορώ να είμαι απολύτως σίγουρη. Αλλά έχω κάποιες υποψίες που ίσως βγουν αληθινές.
-Δηλαδή.
-Είναι μια παλιά ιστορία Μελπομένη. Πολύ παλιά ιστορία. Εγώ τώρα θα σε γυρίσω πίσω. Εβδομήντα χρόνια πριν. Στο 1943, τότε που ο πόλεμος ακόμα δεν είχε τελειώσει...

Το μέντιουμ {TYS_GR}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα