~Η απόφαση~

114 37 2
                                    

Η Σμαρώ όση ώρα συζητούσαν, κρυφάκουγε. Κι άκουσε την πρόταση της Μαρίας. Όμως αμφέβαλλε για το αν θα δεχτεί η νεαρή κοπέλα. Κι αυτό γιατί δεν ήξερε τι ακριβώς θα κάνει με το μωρό, θα το κρατήσει ή θα το δώσει;
Η Μαρία έφυγε στεναχωρημένη. Ενδόμυχα λυπόταν την καημένη την Ευδοκία για την δύσκολη κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί.
Την ίδια στιγμή η Σμαρώ μπήκε στο καθιστικό κι έκατσε δίπλα στη νεαρή κοπέλα.
-Παιδί μου, δεν θέλω να σε πιέσω, αλλά πρέπει να σκεφτείς τι θα κάνεις με το μωρό. Σε λίγο καιρό γεννάς...
Η Ευδοκία την κοίταξε σκεπτική. Δεν έμενε άλλη λύση τώρα πια. Έπρεπε να δώσει το παιδί της και να φύγει από το χωριό. Μόνη της πως να το μεγάλωνε; Δεν είχε κάτι σταθερό στη ζωή της, ούτε σπίτι, ούτε δουλειά. Και προπαντός δεν ένιωθε έτοιμη για να γίνει μητέρα. Μπορεί να μην ήθελε να το παραδεχτεί αυτό στον εαυτό της, αλλά έτσι ήταν.
Στους τόσους μήνες που πήγαινε στον γιατρό, στην πόλη, δεν είχε σκεφτεί ούτε στιγμή να το ρίξει. Δεν θα το άντεχε αυτό, να σκοτώσει μια αθώα ψυχή. Κι όμως τώρα ήθελε να μπει στη θέση του Θεού και να ορίσει αυτήν την τύχη του παιδιού της! Οι τύψεις κατέκλεισαν την ψυχή. Θα μπορούσε άραγε να το δώσει; Ή δεν θα άντεχε τον πόνο;
Στο χωριό της είχε χτιστεί τον τελευταίο καιρό ένα μοναστήρι πολύ κοντά από το σπίτι της Σμαρώς. Αν άφηνε εκεί το μωρό οι τέσσερις μοναχές θα το φρόντιζαν. Αλλά πιθανότατα θα φώναζαν την Πρόνοια και θα κατέληγε σε ίδρυμα.
Αδιέξοδο...
Όμως δεν γινόταν αλλιώς...
Καθώς περνούσε κι ο Οκτώβρης και έμπαινε στον όγδοο μήνα, είχε πια καθηλωθεί στο κρεβάτι. Δεν μπορούσε καλά καλά να κινηθεί. Η Σμαρώ ήταν συνέχεια στο πλευρό της, την βοηθούσε.
Μέσα Νοέμβρη, κι εκείνο το απόγευμα άρχισαν να πέφτουν στο χωριό οι πρώτες στάλες βροχής. Κοιτούσε από το παράθυρο, καθηλωμένη. Επιτέλους, μετά από τόσο καιρό! Αυτή η χρονιά είχε ένα ασυνήθιστα θερμό καλοκαίρι, αρκετά μεγάλο σε διάρκεια. Μέχρι και τον Οκτώβριο θα έλεγε κανείς πως είχαν ακόμα καλοκαίρι.
Αλλά όλα έδειχναν πως από σήμερα θα επανερχόταν η ισορροπία στην καθημερινότητά του χωριού. Πόσο το χάρηκε αυτό!
Τις σκέψεις της διέκοψαν δυνατά βογγητά. Έτρεξε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν η Ευδοκία. Την είδε κατακόκκινη και μούσκεμα στον ιδρώτα, να προσπαθεί να ηρεμήσει.
-Κορίτσι μου; Είσαι καλά;
-Κυρία Σμαρώ, νομίζω ότι γεννάω!

Το μέντιουμ {TYS_GR}Where stories live. Discover now