~1943~

154 44 14
                                    

-Τότε, συνέχισε η ηγουμένη, εγώ ήμουν αγέννητη. Την ιστορία αυτή μου την είπε η μητέρα μου και δεν έχει καθόλου ωραίο τέλος. Άκου λοιπόν...
Εκείνη την εποχή, στο χωριό, ο πιο πλούσιος άνθρωπος ήταν ο Γεράσιμος Κονταξάκης. Ζούσε σ' ένα πολύ μεγάλο σπίτι μαζί με την γυναίκα του Ευσταθία και τα τέσσερα παιδιά τους, Μάρκο, Ελένη, Αναστασία και Βασιλική. Πριν τον πόλεμο είχαν τα δικά τους χωράφια και δούλευαν σ'αυτά σχεδόν όλοι οι άντρες του χωριού. Ο Γεράσιμος, με την προτροπή της γυναίκας του, αποφάσισε να κάνει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του λίρες. Είχε ακούσει πως ερχόντουσαν δύσκολοι καιροί. Τις έθαψε κάπου, κανείς όμως δεν ξέρει που. Μόνο η γυναίκα του ήξερε...
-Ήξερε;
-Ναι, ήξερε. Παρελθοντικός χρόνος. Περίμενε και θα σου εξηγήσω. Ο Γεράσιμος είχε έναν πολύ καλό φίλο με τον οποίο μεγάλωσαν μαζί. Τάσο τον έλεγαν. Του εμπιστευόταν τα πάντα. Μια μέρα του είπε και για της λίρες, χωρίς όμως να του πει το πιο σημαντικό, που τις έθαψε. Ο Γεράσιμος πίστευε ότι ο πόλεμος θα τελείωνε πολύ γρήγορα κι ότι θα ξέθαβε την περιουσία του για να την χαρεί. Η οικογένεια Κονταξάκη ήταν αυτή που έζησε με τις λιγότερες στερήσεις στο χωριό. Δεν τους έλειπε σχεδόν τίποτα γιατί είχαν μεριμνήσει για το φαγητό τους και ότι άλλες ανάγκες είχαν. Η μητέρα θυμάμαι μου είχε πει πως δεν μπορούσες να αγοράσεις τίποτα από τους μαυραγορίτες γιατί όλα ήταν σε εξωφρενικές τιμές, αλλά που και που βοηθούσε την οικογένεια της ο Κονταξάκης. Μέχρι που μια μέρα, τον χειμώνα του 1943 κάποιος χτύπησε με δύναμη την πόρτα τους, σαν να ήθελε να την σπάσει. Η Ευσταθία άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σε τρεις Γερμανούς αστυνομικούς. Εκείνοι ζητούσαν τις λίρες τους, κάποιος τους είχε καρφώσει βλέπεις.
-Ο Τάσος;
-Ακριβώς. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, επενέβη ο Γεράσιμος. Τους είπε πως δεν είχε λίρες στην κατοχή του και πως το μόνο πράγμα που μπορούσαν να βρουν στο σπίτι ήταν λίγο φαγητό και κάτι πενταροδεκάρες. Κανείς δεν τον πίστεψε φυσικά. Αφού έκαναν άνω κάτω όλο το σπίτι τον κοίταξαν θυμωμένοι και απαίτησαν να μάθουν που είχε κρύψει τον θησαυρό του. Πάλι τους είπε πως δεν είχε. Εκείνη τη στιγμή... ο ένας από τους τρεις Γερμανούς έπεσε πάνω του και άρχισε να τον χτυπάει. Ο δεύτερος άρπαξε την γυναίκα του. Ο τρίτος όμως παρέμεινε ασάλευτος στη θέση που βρισκόταν. Με δυνατή φωνή τον πρόσταξε να πει την αλήθεια, σε σπαστά ελληνικά. Η γυναίκα του φώναζε πως δεν ήξεραν τίποτα. Την χτυπούσαν κι αυτή. Όμως ο Γεράσιμος δεν άνοιξε το στόμα του γιατί πίστευε πως σύντομα θα έφευγαν. Κι όμως... Αφού είδαν ότι τίποτα δεν γινόταν, ο τρίτος αστυνομικός πήρε το όπλο του και πυροβόλησε τα δυο παιδιά που βρισκόταν απέναντι του, με τη μια. Ο Μάρκος, ο μεγαλύτερος της οικογένειας και η Βασιλική η μικρότερη, που δεν πρέπει να ήταν πάνω από επτά χρονών, έπεσαν αναίσθητοι στο πάτωμα. Ο Γεράσιμος τους κοιτούσε μη μπορώντας να φανταστεί το κακό που τους βρήκε. Η γυναίκα του έκλαιγε, χτυπιόταν, ούρλιαζε. Σε μια στιγμή ο πατέρας δεν άντεξε. Είχε ορκιστεί στη γυναίκα του να μην πει τίποτα και τώρα έβλεπε δύο από τα παιδιά του νεκρά. Ο πρώτος αστυνομικός που τον κρατούσε είχε ένα πιστόλι στο παντελόνι του. Ο Γεράσιμος το είδε και με μια κίνηση το άρπαξε και...σημάδεψε το κεφάλι του. Αυτοκτόνησε παιδί μου, μην μπορώντας ν' αντέξει άλλο αυτά που έβλεπε. Η γυναίκα του σε κατάσταση αλλοφροσυνης πλέον, ξέφυγε από την προσοχή του δεύτερου αστυνομικού που την κρατούσε. Έτρεξε και αγκάλιασε κλαίγοντας τα δύο παιδιά που είχαν μείνει ζωντανά και αρνιόντουσαν να συνειδητοποιήσουν το τι είχε συμβεί. Τότε ο τρίτος αστυνομικός σήκωσε το όπλο του και σκότωσε και τους τρεις με πρώτη, την μάνα που είχε μπει μπροστά στα παιδιά της να τα προστατέψει. Όλοι πια είχαν πεθάνει. Στο σπίτι έψαξαν για άλλη μια φορά χωρίς όμως να βρουν ούτε μια λίρα. Έφυγαν έτσι απρόσμενα όπως είχαν έρθει. Κάποιοι γείτονες την άλλη μέρα, μπήκαν στο σπίτι τους, πήραν τα πτώματα και τα έθαψαν στο κοιμητήριο, το ένα δίπλα στο άλλο.
-Και; Τι έγινε μετά;
-Μετά ο Τάσος εκτελέστηκε, γιατί οι Γερμανοί ποτέ δεν βρήκαν τον θησαυρό και θεώρησαν πως τους είχε πει ψέματα για τον δικό του λόγο.
-Δίκαιο αυτό.
-Μη λες κάτι τέτοιο παιδί μου... Δεν μπορούμε ποτέ να κρίνουμε αν ήταν δίκαιος ή άδικος ο θάνατος κάποιου. Μόνο ο Θεός μπορεί ν' αποφασίσει και να κρίνει...

Το μέντιουμ {TYS_GR}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα