Κεφάλαιο Τρία

Start from the beginning
                                    

Το επόμενο πρωινό ήρθε, και οι ώρες που με χώριζαν από την αναχώρησή μου για τη Χώρα των Νεράιδων, λιγόστευαν. Για προφανείς λόγους, ούτε η Σκάι γνώριζε ποιά μέρα θα άνοιγα την πύλη. Φοβόμουν ότι μπορεί να της ξέφευγε κάτι από την αγωνία και την ταραχή της, έτσι δεν της το είπα. Κάθισα το πρωί στο στρογγυλό τραπέζι μαζί με τους υπόλοιπους, προσποιούμενη πως δεν έτρεχε τίποτα και με έντεχνο τρόπο γλίστρησα ένα γράμμα ανάμεσα στα επίσημα έγγραφα, που εξηγούσε τί είχα κάνει και πως κανείς δεν με είχε βοηθήσει. Το τελευταίο το συμπλήρωσα για να μην βρει τον μπελά της η Σκάι. 
Αφού ξεμπέρδεψα και με αυτό, ανέβηκα στο δωμάτιό μου, ζώστηκα με τα αγαπημένα μου μαχαίρια καθώς και με μερικά μπουκάλια με αίμα, στην περίπτωση που η σκύλα η Βασίλισσα δεν φρόντιζε να ταΐζει τον Κάρτερ. 
Με βάση τις οδηγίες της Σκάι έλυσα το ξόρκι που την είχαν αναγκάσει να εφαρμόσει και στην κεντρική είσοδο του Σάντοουφορτ Μουρ - έκοψα λίγο τον καρπό μου και το έσυρα οριζόντια πάνω στο παχύ ξύλο - και βγήκα στην αυλή. Δεν ήθελα να σκέφτομαι ότι μπορεί και να μην ξαναγύριζα, γιατί ήθελα να πιστεύω - και είχα πείσει και τον εαυτό μου - ότι ο Κάρτερ θα δεχόταν να με βοηθήσει, κι ας με είχε ξεχάσει τελείως. 

Όταν βγήκα από το Σάντοουφορτ Μουρ με κατεύθυνση την παλιά αγροικία όπου και θα ήταν το μοναδικό μέρος στο οποίο δεν είχε ανοιχτεί ποτέ πύλη για τη Χώρα, ένιωσα μια ανατριχίλα. Κοίταξα γύρω μου, περπατώντας σκυφτά σχεδόν για να μην μπορεί να με αναγνωρίσει κανείς.
Δεν φορούσα ένα από τα φορέματά μου. 
Φορούσα τα ρούχα της μάχης, ένα μαύρο παντελόνι, ένα μαύρο μπλουζάκι, τις αρβύλες μου και το δερμάτινο που φορούσα εκείνο το βράδυ, στην μάχη με τη Σκάι πριν τόσο καιρό. Πριν ο Κάρτερ μου δώσει εκείνο το στιλέτο για να προετοιμαστώ, πριν καταλήξουμε μαζί...
Έριξα την πλάτη μου σε έναν πέτρινο τοίχο και κάθισα για να ηρεμήσω την αναπνοή μου. Οι αναμνήσεις με τον Κάρτερ δεν μου έκαναν καλό, ειδικά τώρα που είχα τόσο καιρό να τον δω και δεν ήξερα τί να περιμένω. 
Μόλις κατάφερα να συγκεντρωθώ και πάλι στον σκοπό μου και μόλις τα δάκρυα στα δάχτυλά μου είχαν στεγνώσει, συνέχισα τον δρόμο μου.

Η αγροικία ήταν όπως τη θυμόμουν όταν είχα έρθει πρώτη φορά στο Σάντοουφορτ Μουρ. Ένα ερείπιο σχεδόν, με σπασμένα παράθυρα και τοίχους που έμοιαζαν χάρτινοι. Και παρόλα αυτά δεν είχε εξαφανιστεί, είχε επιβιώσει αιώνες τώρα, βέβαια δεν το πλησίαζε ποτέ κανείς, γιατί και για εκείνο το μέρος κυκλοφορούσαν φήμες. 
Ήταν αλήθεια τα όσα έλεγαν, αλλά δεν με ενδιέφερε. Τα πνεύματα που κατοικούσαν εκεί σε ενοχλούσαν μόνο αν τα ενοχλούσες. Εγώ ήθελα απλώς να ανοίξω μια πύλη για τη Χώρα σε έναν από τους τοίχους του οικήματος και σύμφωνα με τις Συνθήκες, είχα το δικαίωμα να το κάνω ό, που θέλω. Βέβαια για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα κατά πόσο ίσχυαν ακόμα οι Συνθήκες, μιας και η απαίσια συμπεριφορά της Βασίλισσας είχε πιθανότατα καταστρέψει το 99% της νομοθεσίας. Όπως και να έχει, τα πνεύματα δεν μπορούσαν να το γνωρίζουν αυτό, μιας και ποτέ δεν είχαν μπει στον κόπο να διαβάσουν τα καταστατικά. Σέβονταν τους νόμους, κι ας είχαν τις χειρότερες σχέσεις με όλα τα υπόλοιπα πλάσματα του κόσμου μου. 
Μόλις έφτασα έξω από την αγροικία, ήταν σχεδόν μεσάνυχτα. Εξεπλάγην που κανείς δεν με είχε ακολουθήσει ως εδώ. Οι δικοί μου πιθανότατα είχαν πέσει να ξεκουραστούν μιας και είχαν να φερθούν ανθρώπινα από τότε που πήραν τον Κάρτερ, έτσι υπέθεσα πως ακόμα δεν είχε κανείς αντιληφθεί την απουσία μου. 
Έκλεισα τα μάτια και έφερα στο μυαλό μου την σελίδα του βιβλίου με το ξόρκι που έπρεπε να πω και αυτά που έπρεπε να κάνω για να ανοίξω την Πύλη. Έκοψα χορτάρι από την πυκνή βλάστηση και το χρησιμοποίησα για να σχεδιάσω μια πόρτα στον εξωτερικό τοίχο της αγροικίας. Χάραξα την παλάμη μου και την ακούμπησα στο κέντρο της υποτιθέμενης πόρτας για λίγο, μέχρι να στάξει μια σταγόνα αίμα στο έδαφος. 
Μετά χάραξα με το μαχαίρι έναν κύκλο γύρω από το σημείο όπου είχα ακουμπήσει το χέρι μου και έπειτα περίμενα λίγο. Μετά από μερικά λεπτά, ένα φως φάνηκε να βγαίνει από τις χαραμάδες του ξύλου και το κομμάτι που βρισκόταν μέσα από την νοητή γραμμή από τ χορτάρια υποχώρησε. 
Η Πύλη είχε ανοίξει. 


Μόλις την διέσχισα, πρόλαβα μόνο μια ματιά στον κόσμο μου και έπειτα ένα υπόλευκο πέπλο σκέπασε το άνοιγμα και η Πύλη είχε κλείσει. Δεν μπορούσα να βγω από εδώ μέσα, εκτός αν κάρφωνα ένα παλούκι στην καρδιά μου. Και δεν θα το έκανα, αν δεν ήμουν σίγουρη ότι θα είχα κάποιον να με δαγκώσει πριν να είναι πολύ αργά. Και με το "κάποιον", εννοώ τον Κάρτερ.
Έπρεπε να τον βρω. 

Διέσχισα το δάσος αφουγκραζόμενη τους ήχους της φύσης που περιέβαλλε το Κάστρο της ακατανόμαστης, έχοντας παράλληλα τα αυτιά μου τεντωμένα για οποιαδήποτε ενόχληση που θα πρόδιδε εχθρό. Όλα όμως έμοιαζαν ήσυχα, γαλήνια, λες και τίποτα κακό δεν συνέβαινε. 
Και όμως, κάποιος κρατούνταν εδώ κάτω και μάλιστα χωρίς τη θέλησή του. Τουλάχιστον έτσι ήθελα να πιστεύω. 
Κάποιες φορές αναγκάστηκα να κρυφτώ σε κάποιον θάμνο, ή κάτι παρόμοιο, καθώς τα ξωτικά ακόμα έκοβαν βόλτες και δεν ήθελα να ρισκάρω να με δει κάποιος που δεν έπρεπε. Το σχέδιό μου ήταν να φτάσω στην πίσω μεριά του κάστρου και να μπω από κάποια είσοδο κρυμμένη από τα μάτια του κόσμου. 
Τρεις τέτοιες είσοδοι υπήρχαν στο κάστρο. Η μία, ήταν από την ψηλότερη κορυφή του. Αφού δεν είχα φτερά να πετάξω, την απέκλεισα. Η δεύτερη, ήταν σε ένα σημείο ακριβώς κάτω από την αίθουσα του θρόνου, αλλά κι εκείνη την απέκλεισα, γιατί η βασίλισσα ήταν σε θέση να την ανοίγει και να την κλείνει όποτε ήθελε. Δεν έλεγε να βρεθώ ξαφνικά πρόσωπό με πρόσωπο με τη νούμερο ένα εχθρό μου. 
Στόχευα στην τρίτη. 
Στο υπόγειο.
Εκεί όπου φυλούσαν οι Νεράιδες τα πτώματα των δικών τους, μέχρι την τελετή αποχωρισμού, όπως την έλεγαν. 
Κρύφτηκα πίσω από έναν θάμνο, με την πλάτη μου να αγγίζει τον φτιαγμένο από φτερά τοίχο του κάστρου και με αυτό τον τρόπο, βρέθηκα στην πίσω μεριά. Το πόδι μου πάτησε πάνω στην πόρτα που βρισκόταν στο έδαφος. Δοκίμασα την τύχη μου, και έμεινα εκνευρισμένη πάνω από την μοναδική μου είσοδο για το κάστρο. Έπειτα πήρα μια βαθιά ανάσα και δημιούργησα μια προστατευτική φούσκα γύρω μου. Ήλπιζα αυτό να εμπόδιζε τον ήχο που θα έκανε η μπότα μου σπάζοντας το βαρύ ξύλο. 

Τον εμπόδισε ως κάποιο βαθμό και έτσι όταν πήδηξα μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, το κατάλαβα, γιατί τότε ήταν που η φούσκα έσπασε και κατάλαβα ότι είχε καταπνίξει όλους τους ήχους του δάσους, ακόμα και για μένα. Δεξιά μου, πτώματα. Αριστερά μου, κι άλλα πτώματα. Όλα με ένα ζαχαρί χρώμα στο δέρμα τους που ακόμα και νεκρούς τους έκανε όμορφους. Κάτι τέτοια έκαναν τις Νεράιδες τα γνωστά αλαζονικά πλάσματα που είναι. Απομακρύνθηκα από ένα αρσενικό ξωτικό που ήταν στα δεξιά μου και με κοιτούσε με παγωμένα, νεκρά μάτια και κατευθύνθηκα προς την μοναδική έξοδο. 
Αφουγκράστηκα και έπειτα άνοιξα την πόρτα. 
Και τώρα, έπρεπε μόνο να βρω τον Κάρτερ. 






Blood (Midnight Series: Book Three)Where stories live. Discover now