Πρόλογος

1.2K 50 15
                                    

Δύο μήνες μετά τη μάχη...

Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Τα πουλιά κελαηδούσαν, τα δέντρα ήταν καταπράσινα, η μέρα ζεστή και ο ήλιος έλαμπε. Ήταν μια τέλεια μέρα για να βγει έξω και να περπατήσει στο ανθισμένο τοπίο, να εισπνεύσει τις ευωδιές της φύσης, να καθίσει στη σκιά κάποιου δέντρου και να ονειρευτεί το μέλλον του.
Παρόλα αυτά δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του εκείνη τη νύχτα. 
Σκοτάδι, έπειτα ένα έντονο φως και μετά ξανά σκοτάδι. Δεν ήξερε γιατί, αλλά μόλις άνοιξε τα μάτια, είδε γύρω του ένα μάτσο αγνώστους να τον κοιτάζουν λες και ήταν έκθεμα σε κάποιο μουσείο. Ανάμεσά τους και μια κοπέλα. 
Ήταν πολύ όμορφη, αυτό σκέφτηκε όταν την είδε πρώτη φορά. 
Είχε κατάλευκο δέρμα, κόκκινα σαρκώδη χείλη, γαλάζια μάτια και ταραγμένα, μπερδεμένα με έναν πολύ χαριτωμένο τρόπο, μαύρα σαν την πίσσα μαλλιά. 
Και η έκφρασή της μπορούσε να περιγραφεί με μία μόνο λέξη.
Πανικός.
Το κορίτσι ήταν ταραγμένο, το βλέμμα της έσταζε ταραχή και φόβο, μια ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της πρόδιδε μια σταλιά θυμού. 
Πού το ήξερε αυτό;
Δεν ήξερε.
Η κοπέλα τον κοιτούσε για μερικά δευτερόλεπτα και έπειτα του άπλωσε το χέρι, λέγοντας ένα όνομα. 
Κάρτερ. 
Δεν ήθελε και πολύ μυαλό να καταλάβει ότι απευθυνόταν σε εκείνον και πως θεωρούσε το "Κάρτερ" δικό του όνομα. Πράγμα περίεργο, γιατί η εκτυφλωτική κοκκινομάλλα που τον είχε σώσει και τον είχε πάρει στο παλάτι της, επέμενε πως το όνομά του ήταν Κέιλεμπ και όχι Κάρτερ. Παρόλα αυτά, ακόμα και χωρίς τη μνήμη του, δυσκολευόταν να ταιριάζει το "Κέιλεμπ" με τον εαυτό του. Τον φώναζαν και δεν απαντούσε, παρά μόνο αν κάποιος τον σκούνταγε. 
Ξεκουραζόταν - μιας και δεν μπορούσε να κοιμηθεί - και ένιωθε μια τεράστια ανάγκη να φωνάξει το όνομά του. Να δει αν μπορούσε να συνδέσει το όνομά του με την μορφή του, φωνάζοντας. Κάτι τέτοιες φορές του ερχόταν ξαφνικά και σχεδόν επώδυνα στο μυαλό, η εικόνα εκείνης της κοπέλας. 
Έμοιαζε με τη Χιονάτη, έτσι λευκό που ήταν το δέρμα της και μέχρι να θυμηθεί το όνομά της ή να το μάθει, είχε αποφασίσει να την καταχωρίσει στο μυαλό του σαν Χιονάτη. Το από πού γνώριζε την Χιονάτη σαν φιγούρα, δεν έκανε κόπο να θυμηθεί. 
Η κοπέλα του είχε απλώσει το χέρι με ένα ύφος απόλυτου τρόμου στο πρόσωπό της, αλλά εκείνος δεν την άγγιξε, δεν την ήξερε. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να την κοιτάξει δύσπιστα για μερικά δευτερόλεπτα πριν σηκωθεί να φύγει, με ένα σημείο στο πλάι του λαιμού του να καίει.  
Ήξερε ότι ήταν βρικόλακας, εξάλλου πρέπει να είχε πιεί αρκετό αίμα όσο βρισκόταν εδώ. Αλήθεια πόσο καιρό βρισκόταν εδώ; Κρίνοντας από τον καιρό, υπολόγιζε λιγότερο από τρεις μήνες. Ήξερε ότι ήταν βρικόλακας, ότι διψούσε για ανθρώπινο αίμα.
Δεν ήξερε όμως ποιός ήταν.

Blood (Midnight Series: Book Three)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα