Ubi nihil vales, ibi nihil velis.

501 22 7
                                    

Ο πολλοίς φοβερός ών, πολλούς φοβείται
(Αυτός που προκαλεί φόβο σε πολλούς, φοβάται πολλούς.)

Εκείνος βρισκόταν απέναντι της μαζί με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι.
Αντίθετα εκείνη τον κοιτούσε με το κενό της βλέμμα, αν και το κορμί της την πρόδιδε
Τα χέρια της έτρεμαν ελαφρά, το αγριεμενο βλέμμα του την έκανε να αναπηδήσει

Η κόλαση ήταν μπροστά της, γκρι μάτια, σκοτεινά μάτια γεμάτα πάθος και μίσος μέσα σε μια ματιά
Μέσα σε ένα βλέμμα που την στοιχειώνει και που θα την στοιχειώσει για την υπόλοιπη ζωή της

Εκείνος έφυγε από το καμαρίνι της, σαν αστραπή και την άφησε με απορίες και άγχος
Η ώρα είχε φτάσει περίπου τέσσερις το ξημέρωμα, έπιασε στα χέρια της την τσάντα μαζί με τα πράγματα της και έφυγε για να πάει σπίτι της

Όμως, καθώς έβγαινε από το μαγαζί του τον είδε αγκαλιά με μια καστανοξανθη γυναίκα. Είχε τυλίξει τα χέρια του γύρω από την λεπτή μέση της και τα χείλη του άγγιζαν τον λαιμό της.
Ηλίθιε
Την παρατήρησε όμως, γύρισε τον κορμό του ενώ είχε τυλίξει τα δάχτυλα του με την ξανθούλα δίπλα του. Με το που την κοίταξε της έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι και εξαφανίστηκε από το οπτικό της πεδίο

Ηταν γεγονός πως όταν τον κοίταξε με εκείνη την γυναίκα ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά της
Ένας αβάσταχτος πόνος που την κράτησε ξύπνια εκείνο το βράδυ, ξέμεινε στον καναπέ του σπιτιού της και κοιτούσε σιωπηλή το κενό απέναντι της

Έφτανε σιγά σιγά Φεβρουάριος, ο πόνος στην καρδιά της δεν έφευγε στην θύμηση της αδερφής της
Μα δεν ήθελε να το δείξει. Μεγάλωσε στο να ακούει από τους γονείς της <<Να μην δείχνεις συναισθήματα Νάιρα>>
<<Να μην εμπιστεύεσαι>>
Να.. να.. να..

Και έτσι έμεινε σιωπηλή, κενή και κατέληξε να μην μπορεί να εμπιστευτεί ούτε τον ίδιο της τον ευατο

Πριν εξι χρόνια

Οι ασπροι τοιχοι του νεκροτομειου έκαναν το κορμί της να απαυδήσει ελαφρά. Η μητέρα της στεκόταν ακίνητη στην άκρη της πόρτας ενώ κοιτούσε τους γιατρούς να μιλάνε στην κόρη της. <<Δυστυχώς δέχτηκε αρκετές μαχαιριές σε πολλά μέρη του σώματος της, δεν τα κατάφερε>>
Τα μάγουλα της μικροκαμωμένης Ναιρας μεταμορφώθηκαν σε κόκκινο χρώμα ενώ δάκρυα τυλίχθηκαν γύρω τους

Κοιτούσε το άψυχο σώμα της αδερφής της <<Θα ξυπνήσει μαμά, σωστά;>> Η φωνή της λύγισε ενώ τα χέρια της τυλίχθηκαν γύρω απο την σωρό της
<<Έλα,Ισαμπελα. Ξύπνα!>> Ταρακούνησε το κορμί της δυνατά ενώ φώναξε τόσο δυνατά που ένιωσε την φωνή της να κλείνει

MonstrumWhere stories live. Discover now