Για να εργαστείς χρειάζεται πάνω από όλα σοβαρότις

531 60 93
                                    

"Εδώ είμαστε" λέω καθώς σταματάω έξω από το κτήριο του περιοδικού.

Ο Μάνθος σηκώνει τα μάτια του προς τα πάνω και επεξεργάζεται την πρόσοψη του κτηρίου. Το βλέμμα του σταματάει στην επιγραφή.

"ATHINÉZ" λέει και γυρνάει το βλέμμα του πάνω μου. "Γιατί δε μου είπες ότι δουλεύεις στο μεγαλύτερο περιοδικό της Ελλάδας;" Ρωτάει ζωηρά.

Χαμογελάω στραβά. "Σε τρομάζει αυτό; Αν θες μπορείς ακόμα να φύγεις" απαντάω πρόθυμα και με μια υποψία θριάμβου στη φωνή μου.

Εκείνος αφήνει ένα απαλό γέλιο πριν μιλήσει. "Καλή προσπάθεια, ομορφούλα, αλλά μου αρέσουν τα δύσκολα". Με προσπερνάει και ανοίγει την τζαμένια πόρτα περιμένοντας με να περάσω.

Ισιώνω το σώμα μου και ανεβάζω τα γυαλιά ηλίου μου, που προς στιγμήν είχαν γλιστρίσει στην άκρη της μύτης μου.

"Δε θα με ξεφορτωθείς τόσο εύκολα" λέει την ώρα που περνάω από μπροστά του και οι τρίχες στον αυχένα μου ανασηκώνονται.

Καθαρίζω τον λαιμό μου για να αποτρέψω τον εαυτό μου από το να σκεφτεί παραπάνω την αίσθηση της ανάσας του στο δέρμα μου και το ανεπαίσθητα μεθυστικό άρωμα του.

Προχωράω μπροστά από τα γραφεία της γραμματείας με το κεφάλι ψηλά και τα τακούνια μου να αφήνουν έναν δυνατό ήχο πίσω τους.

Πόσο ανακουφιστικός ήχος!

"Κυρία Ελισάβετ". Το βήμα μου σταματάει απότομα και γυρνάω προς την κοπέλα που με φώναξε.

Δεν κοιτάζει εμένα, αλλά πίσω μου και συγκεκριμένα έναν ψηλό άντρα που με ακολουθεί από τη στιγμή που έφυγα από το διαμερισμά μου. Παρατηρώ πως δεν τον κοιτάζει μόνο εκείνη αλλά και όλες οι υπόλοιπες κοπέλες της γραματείας.

"Παρακαλώ" λέω δυνατά και τα βλέμματα μεταφέρονται πάνω μου.

"Ο κύριος;" Ρωτάει η κοπέλα που με φώναξε. "Πρέπει να σημειώσω το όνομα, ξέρετε όσων μπαίνουν στο κτήριο χωρίς να εργάζονται εδώ" λέει με τη λεπτή φωνή της να σβήνει προς το τέλος.

"Είναι μαζί μου" απαντάω αυστηρά και συνεχίζω την πορεία μου προς το ασανσέρ χωρίς περισσότερες εξηγήσεις.

Οι πόρτες ανοίγουν και περνάω πρώτη μέσα και μετά ακολουθεί και ο Μάνθος.

"Νομίζω την τρόμαξες" λέει την ώρα που χτυπάω την κάρτα μου.

"Μπα, έχει συνηθίσει" απαντάω απλά.

Καγχάζει. "Τι τους είσαι τέλος πάντων; Κόκκινο κραγιόν, ψηλές γόβες, αυστηρό ύφος" λέει "Μοιάζεις με τον χειρότερο εφιάλτη τους"

Εκτός προγράμματοςWhere stories live. Discover now