Σε κάθε σπίτι ένας τρελός και στο δικό μας όλοι

598 65 41
                                    


Κατεβαίνω από το ταξί και αμέσως αέρας χαϊδεύει το πρόσωπο μου. Το ταξί φεύγει κι εγώ στέκομαι για λίγα ακόμα λεπτά μπροστά στην οικογενειακή πολυκατοικία, επί της οδού Δερβενακίων και αριθμό 22, στο Πανόραμα της Βούλας.

Προχωράω στο χαλικόστρωτο δρομάκι και ανοίγω την  καγκελένια πόρτα. Φωνές ακούγονται από τον πίσω κήπο κι έτσι πηγαίνω απευθείας εκεί.

Καθώς περπατάω δεν ακούγετε τίποτα πίσω από τα ελάχιστα φθαρμένα all star μου, γεγονός που με ξενίζει μιας και έχω συνηθήσει να κάνω αισθητή την παρουσία μου με τις γόβες. Όμως εδώ δε χρειάζομαι να με προσέξουν. Εδώ είναι οι άνθρωποι μου.

Η βαβούρα που επικρατεί γύρω από το τραπέζι είναι η συνηθισμένη. Δέκα άτομα που γυροφέρνουν στον κήπο φωνάζοντας και συζητώντας. Δημιουργούν χάος. Χάος που αφήνω να εισβάλει μέσα μου και να με γεμίσει ζεστασιά, παρόλη την ανάγκη μου για τάξη και οργάνωση.

"Καλησπέρα" λέω και αφήνω ένα μικρό χαμόγελο να σκεπάσει τα χείλη μου. Η μητέρα μου σηκώνει το κεφάλι της από το στρώσιμο του τραπεζιού προς το μέρος μου.

"Ήρθες παιδί μου; Τα γλυκά τα 'φερες; Τα τάπερ;" Στην τελευταία ερώτηση μορφάζω. Τα τάπερ γαμώτο! Το βλέμμα της γίνετε αποδοκιμαστικό, το πρόσωπο μου ζεσταίνεται και είμαι σίγουρη πως τα αφτιά μου έχουν κοκκινίσει.

"Έφερα τα γλυκά" λέω σηκώνοντας τη σακούλα με το κουτί από το ζαχαροπλαστείο ως δέλεαρ προς τη μητέρα μου με σκοπό να ξεχάσει την αφηρημάδα μου. Κουνάει το κεφάλι της.

"Στο είπα χίλιες φορές" παραπονίεται καθώς παίρνει τη σακούλα από τα χέρια μου και ύστερα με αγκαλιάζει.

"Έχεις δίκιο, υπόσχομαι την επόμενη φορά να τα φέρω". Σημειώνω νοερά να μην το ξανά ξεχάσω. Κουνάει ξανά το κεφάλι της καθώς πηγαίνει τα γλυκά στο μικρό σπιτάκι του κήπου όπου μένουν ο παππούς και η γιαγιά.

"Τι κάνετε;" Ρωτάω τους άντρες της οικογένειας οι οποίοι κάθονται σε μια γωνιά και συζητάνε. Ο νονός μου με αγκαλιάζει, ο παππούς μου χαμογελάει και πιάνει την παλάμη μου απορροφημένος από τη συζήτηση με τον θείο μου. Κοιτάζω τον πατέρα μου, μου κάνει ένα μικρό νεύμα έχοντας τη συνηθισμένη απρόσωπη έκφραση του.

Αδειάζω το οξυγόνο που έχει απομείνει στα πνευμόνια μου. Χαμογελάω. "Γεια σου, μπαμπά" λέω και η καρδιά μου σφίγγεται.

"Γεια σου, Ελισάβετ" λέει και τα σκούρα καστανά μάτια του είναι επικριτικά καθώς κοιτάζει τη σιλουέτα μου. Κανείς δεν αντιλαμβάνεται την ένταση ανάμεσα μας. Άλλωστε ποτέ δεν το έκαναν.

Εκτός προγράμματοςWhere stories live. Discover now