Κεφάλαιο 7: Έχουμε πόλεμο χαρακωμάτων και όλα είναι θεμιτά

264 18 57
                                    

Έχουμε πόλεμο, ζητάω είρήνη
γιατί αν το πάμε έτσι το βιολί
θα πέσουμε κι οι δυο νεκροί, έτσι θα γίνει.
Γιατί αν την πάμε έτσι τη δουλειά
κάποιοι θα βρουν δυο πτώματα μες στη γαλήνη.

Και τι να γίνει και τι να γίνει.
Ζητάω ειρήνη.

Μέσα στην ησυχία της νύχτας, η Μαρίνα νυχοπατώντας κατέβηκε τη ξύλινη σκάλα, έχοντας αγκαλιά τα παπούτσια της ώστε να μην κάνει φασαρία και κινήσει και τη παραμικρή υποψία. Ένιωθε πως μέσα στη σιγή οι γοργοί παλμοί της μπορούσαν να ακουστούν μέσα από τους λεπτούς τοίχους του σπιτιού. Ένιωθε πως ακόμα και η ροή του αίματός της στις φλέβες της μπορούσε να γίνει αντιληπτή. Όμως ένιωθε τόσο ζωντανή που δεν θα άλλαζε αυτό το συναίσθημα με τίποτα στον κόσμο. Δεν περίμενε ποτέ πως η ζωή στο χωριό θα αποκτούσε τόσο ενδιαφέρον και κυρίως τόση περιπέτεια. Αν δεν έπρεπε να ολοκληρώσει και το τελευταίο έτος σπουδών της και να ξεκινήσει την ακαδημαϊκή της καριέρα, θα το σκεφτόταν σοβαρά να μείνει εκεί. Ήξερε όμως πως δεν θα άντεχε και πολύ. Ο νεογέννητος αυτός ενθουσιασμός, προέκυπτε από την πράξη αντίστασης. Αλλιώτικα, δεν θα άντεχε να μείνει στον τόπο αυτόν, εκτός κι αν περνούσε κάθε μέρα, πολλές ώρες πλάι στη θάλασσα με ένα βιβλίο ή με λίγο κόκκινο κρασί και ιδανικά με κάποιον να την κρατάει στην αγκαλιά του. Όμως ποιον;

Σχεδόν είχε φτάσει στη πόρτα όταν, άκουσε από τον πάνω όροφο μια πόρτα να ανοίγει. Πάγωσε στη θέση της και έσφιξε τα παπούτσια στην αγκαλιά της ενστικτωδώς. Η ανάσα της πιάστηκε στο στήθος της και τα πόδια της δεν υπάκουσαν την εντολή που έδωσε ο εγκέφαλος της για να  φύγει από κοινή θέα και να κρυφτεί στη τραπεζαρία.
Αμέσως, το μυαλό της άρθρωσε μια δικαιολογία και στράφηκε να αντικρίσει το άτομο που την είχε ανακαλύψει, ελπίζοντας να μην ήταν ο Χιούγκο Φόλκνερ.
Μέσα στο σκοτάδι διαγράφηκε η πληθωρική φιγούρα της Βαγγελιώς, βαστώντας μια λάμπα πετρελαίου που φώτιζε το αγουροξυπνημένο πρόσωπό της και φορώντας τη νυχτικιά της.
Η Μαρίνα άφησε μια ανάσα που δεν αντιλήφθηκε πως κρατούσε στα πνευμόνια της και άφησε τα χέρια της να πέσουν στα πλευρά της.
Η Βαγγελιώ, όταν το βλέμμα της συνήθισε στο σκοτάδι, την εντόπισε και προσπάθησε να επιταχύνει το βήμα της, παραξενεμένη που έβλεπε τη κοπέλα ξύπνια τέτοια ώρα.

"Χριστιανή με τρόμαξες." Ψιθύρισε η Μαρίνα μόλις έφτασε κοντά της η Βαγγελιώ, σχεδόν σκοντάφτοντας στο τελευταίο σκαλί. "Μη μου πεις ότι σε ξύπνησα;" Έκανε, έντρομη. Η γυναίκα, χρειάστηκε λίγα λεπτά ώστε να επεξεργαστεί όσα της έλεγε η κοπέλα, γιατί δεν περίμενε να τη βρει τέτοια ώρα ξύπνια και μάλιστα με τα παπούτσια στο χέρι, ένα ποτήρι νερό κατέβηκε να πιει μονάχα.

ΑλισάχνηWhere stories live. Discover now