Κεφάλαιο 2: Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι....

246 18 88
                                    

Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι
στοιχειό είναι και με προσκαλεί· ψυχή, και με προσμένει.

Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ' όλα του τα νιάτα.

Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα·
και ανόθευτο κι αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα.
- Κωστής Παλαμάς

Ο ήλιος που μπήκε από τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα ξύπνησε την Μαρίνα από τον ύπνο των τεσσάρων ωρών που είχε καταφέρει να κάνει, μιας και όλο το βράδυ όσο κι αν προσπαθούσε να ηρεμήσει προσπαθώντας να μεταφράσει το βιβλίο της, η σκέψη πως ένας ξένος κοιμόταν στην αντικρινή κάμαρα από τη δική της, την έκανε να βρίσκεται υπ' ατμών. Ούτε για δείπνο δεν είχε κατέβει και η Βαγγελιώ αναγκάστηκε να της ανεβάσει τη λιτή κοτόσουπα στο δωμάτιο της και να τη λογικέψει καθώς με την οργή της να βράζει μέσα της σαν κύμα που σκάει στα βράχια, είχε ρίξει στον πατέρα της το φταίξιμο για τη παρουσία του Γερμανού στο σπίτι τους. Περίμενε ο Διονύσης να αντισταθεί, να μην υποταχθεί στα θελήματα των κατακτητών, να τον δει να τους πολεμά επάνω στο καράβι του, να δει τον ήρωα των παιδιών της χρόνων. Όμως πια δεν υπήρχε καιρός για ριψοκίνδυνες κινήσεις και επιπόλαιους ηρωισμούς. Αυτό της εξήγησε η μεσήλικη γυναίκα.

Η Μαρίνα το δέχτηκε και μέσα της συγχώρεσε τον πατέρα της. Ήλπιζε μόνο να την συγχωρήσει κι εκείνος για την παιδιάστικη συμπεριφορά της απέναντι στον πολεμικό τους επισκέπτη. Πολύ αργότερα είχε μετανιώσει για την απάντηση που είχε δώσει στον Γερμανό, μόνο επειδή θα έβαζε σε κίνδυνο την υπόλοιπη οικογένειά της.

Έχοντας μείνει κλεισμένη στο δωμάτιό της όλο το βράδυ δίχως να επιθυμεί μια συνάντηση με τον νεαρό άντρα, ορμήνευσε στην Βαγγελιώ να την ενημερώσει μόλις φύγει από το σπίτι ώστε να κατέβει για να ξεκινήσει την μέρα της. Είχε αποφασίσει, αφού μιλούσε με τον πατέρα της, να πάει να συναντήσει την καλύτερη της φίλη, την Νεφέλη και ίσως πετύχαιναν τον Κώστα που δούλευε στο καφενείο του πατέρα του, το οποίο θα είχε ανοίξει για να σερβίρει τους Γερμανούς ελληνικό καφέ και εδέσματα της περιοχής. Πρώτα όμως έπρεπε να έρθει αντιμέτωπη με τον πατέρα της.

Αφού η Βαγγελιώ την ενημέρωσε πως ο Φόλκνερ είχε φύγει από το σπίτι πριν ξυπνήσει εκείνη, φόρεσε ένα απλό, μονόχρωμο φόρεμα στην απόχρωση που παίρνει ο ουρανός όταν δύει ο ήλιος και κατέβηκε τα σκαλιά δίχως να χτενίσει τα ξέμπλεξα μαλλιά της. Ένιωθε εξαντλημένη από τον ελάχιστο ύπνο καθώς κάθε σκαλί για εκείνη έμοιαζε ολόκληρος βράχος για το κουρασμένο κορμί της. Ήταν ήρεμη, δε χρειάστηκε να προετοιμάσει τον εαυτό της για το τι θα άκουγε και τι θα του έλεγε. Γνώριζε πως ο Διονύσης ήταν άνθρωπος ακέραιος στις δικές του πεποιθήσεις, που μπορεί να διέφεραν από αυτές του στενού κύκλου του χωριού αλλά για εκείνον ήταν απαράβατες. Μια από αυτές, ήταν πως η μοναχοκόρη του δεν μπορούσε να βάζει σε κίνδυνο με το ελεύθερο πνεύμα της την οικογένεια.

ΑλισάχνηWhere stories live. Discover now