Ξυπόλητη και με τα μαλλιά ανακατωμένα από το θαλασσινό μαϊστράλι, περπάτησε μέχρι το σπίτι της μέσα από τα σοκάκια. Δεν ήθελε να έχει ανεπιθύμητες επισκέψεις, θα εμφανιζόταν όταν εκείνη το επέλεγε. Φυσικά τι πιο ανεπιθύμητο από τους Γερμανούς που σεργιανούσαν λες και τους ανήκε το μέρος, με τις μαύρες μπότες τους να προκαλούν μια ενοχλητική φασαρία στα αυτιά της Μαρίνας.
Οι ξένοι άντρες που περνούσε δίπλα τους, δεν της έδιναν ιδιαίτερη σημασία. Με τα ξέμπλεκα μαλλιά και χωρίς παπούτσια έμοιαζε με μια απλή ντόπια κοπέλα, μόνο το φόρεμα της προέδιδε ότι κι εκείνη ήταν μια ξένη στον ίδιο της τον τόπο. Λίγοι ήταν αυτοί που έστρεφαν το βλέμμα τους επάνω της και αυτοί καθαρά από το ατέρμονο ενδιαφέρον τους για το γυναικείο φύλο. Όμως η Μαρίνα έδειχνε πολύ πιο μικρή απ' ότι ήταν και η ίδια θεωρούσε την ομορφιά της συνηθισμένη. Ένα κορίτσι καθόλου ψηλό, αλλά με ντελικάτο σώμα σαν αερικού, λεπτούς ώμους και χέρια και σιλουέτα λιγνή με θηλυκές καμπύλες στα κατάλληλα σημεία και πόδια μακρυά με καλογραμμένες γάμπες. Το κεφάλι της κοσμούσαν δύο μεγάλα, φλογερά, καστανά μάτια πλαισιωμένα από μακριές, μαύρες βλεφαρίδες που παρατηρούσαν με ζωντάνια τον κόσμο γύρω της και μπορούσαν να αποτελέσουν έμπνευση για κάποιον ρομαντικό ποιητή. Η αλήθεια ήταν πως το σαγηνευτικό της βλέμμα ήταν το πρώτο που εντυπωνόταν στο μυαλό κάποιου όταν την έβλεπε για πρώτη φορά. Τα πυκνά της φρύδια επισκίαζαν το λαμπερό βλέμμα, δίνοντας της μια εικόνα δυναμισμού και πείσματος. Τα ζουμερά χείλη της μαλάκωναν τα υπόλοιπα έντονα χαρακτηριστικά της, ενώ τα κυματιστά κάστανα μαλλιά προσέδιδαν μια κοριτσίστικη νότα στο λες και λαξεμένο από αρχαίο γλύπτη πρόσωπο. Η ίδια δεν το αναγνώριζε, αλλά τραβούσε τα βλέμματα των αντρών με τη φυσική, μελαχρινή ομορφιά της.
Ιδανικά θα ήθελε να επισκεφτεί πρώτα τη καλύτερη της φίλη, την Νεφέλη Καραγιάννη, όμως ήταν περίεργη να αντικρίσει τον πατέρα της, να δει αν είχε αλλάξει κάτι στη συμπεριφορά του, όπως η ίδια υπολόγιζε. Ίσως πράγματι ενδιαφερόταν για την ασφάλεια της κόρης του και ήθελε να την έχει κοντά του αυτές τις δύσκολες για την Ελλάδα ώρα. Όμως η Μαρίνα αμφέβαλε. Όσο περνούσαν τα χρόνια που ο πατέρας της είχε να μπει σε καράβι τόσο πιο σκληρός και απόλυτος γινόταν, λες και η αλμύρα της είχε στεγνώσει επάνω του και είχε σκληρύνει την καρδιά του, αφήνοντας μια πληγή να χάσκει.
Ο Διονύσης Λιόλιος, ήταν από τους πρώτους καπεταναίους του τόπου, έχοντας με το εμπορικό του πλοίο διανύσει θάλασσες και ωκεανούς όσο ήταν νεώτερος, πάντα έχοντας να αφηγηθεί στην κόρη του ιστορίες από εξωτικά μέρη με αιθέριες γυναίκες και μυρωδιές πικάντικες. Οι παιδικές αναμνήσεις της Μαρίνας ήταν αυτές οι τόσο σπουδαίες περιπέτειες του πατέρα της που της κρατούσαν συντροφιά τις νύχτες και η ευωδία της θάλασσας, που την είχε συνδέσει με τον πατέρα της. Θυμόταν να πέφτει στην αγκαλιά του όταν ερχόταν φορτωμένος δώρα και να μυρίζει επάνω του το ιώδιο των ωκεανών.
YOU ARE READING
Αλισάχνη
Historical FictionΓιατί οι άνθρωποι ζουν από τη στιγμή που βρίσκουν μια θέση στη ζωή του άλλου. Ή έναν θάνατο για τη ζωή του άλλου. Βόρεια Εύβοια, 1941 Εκείνη ζούσε στο χωριό της. Μια φαινομενικά απλή κοπέλα μεγαλωμένη δίπλα στη θάλασσα. Αλλά όπως και η θάλασσα είχε...