Λεμονάδα με τζίντζερ

60 12 17
                                    

"Δεν το πιστεύω ότι πέρασαν έτσι οι μέρες." Αναστεναξε η Ανδριάνα. Περπατούσαμε κατά μήκους της μεγάλης μαρίνας.
"Όντως. Αλλά ήταν πολύ όμορφα." Το χαμόγελο που μου χάρισε ήταν γεμάτο υπονοούμενα. "Σταματά να με κοιτάς έτσι!" "Μα τι να κάνω! Μου έχεις βγάλει την ψυχή με τις βόλτες σου! Ο άλλος ακόμα να σου στείλει;" "Ναι..."

Είχα δύο μέρες να δω τον Άρη και τον είχα ειδοποιήσει ότι έφευγα. "Το καλό που του θέλω να μη κάνει μαλακία!" Απείλησε η Ανδριάνα. "Αμ τι άλλο, ξέρουμε και που μένει!" "Έλα ηρέμησε. Πάντα στέλνει." Αυτό της το είπα πιο πολύ για να το ακούσω εγώ.

Ο φάρος δεν είχε γεμίσει ακόμα με μουσικές και εφήβους οπότε μας φαινόταν πιο φιλικός για να αραξουμε εκεί όσο περιμέναμε. Φορούσα τα ρούχα που είχα βάλει και την προηγούμενη νύχτα, σε μια βόλτα μας στο Ναύπλιο. Ένα απλό τζιν σορτς, μια μαύρη μπλούζα με φόντο παραλίες της Χαβάης και αθλητικά. Εννοείτε πως δεν έλειπε το γκλιτερ από τα μάτια μου. Τίποτα fancy, όπως το πρώτο βράδυ.

Ξαφνικά η οθόνη του κινητού μου φώτισε.

Είμαι στις ξαπλώστρες του Θάλασσα, αν θέλεις έλα.

"Στο Θάλασσα;;"
"Τι έπαθες;"
"Κοίτα που βρήκε να κάθεται ο μαλακας. Στο Θάλασσα είναι οι γονείς μου με τους γονείς του Σταύρου!"
"Έλα μωρέ δεν θα μας δουν."
"Που υποτίθεται θα πρέπει να τους πω ότι είσαι;" Ανασηκωσα τους ώμους μου.

" Έχε χάρη που σε αγαπάω Ελ. Άντε πάμε. Θα βρω τρόπο να σε καλύψω." Ο δρόμος από την μαρίνα έως τα πρώτα beach bar μου φάνηκε μεγάλος και αργός, ενώ δεν ήταν πάνω από δέκα λεπτά απόσταση. Η Ανδριάνα έμεινε να χαιρετήσει τους δικούς της και εγώ προχώρησα στις ξαπλώστρες. Ο Άρης με περίμενε ανάμεσα τους, όρθιος.

"Που θα πάμε;"
"Ξέρω γω;" Ξεφυσιξα και προχώρησα προς το μέρος της παραλίας που ήταν ανοργάνωτο. Εκείνος με ακολούθησε πειθήνια. Τα παπούτσια μου χώνονταν στα πετραδάκια, δυσκολεύοντας τον βηματισμό μου. Δεν μιλάγαμε, απλά προσπερνουσαμε τις διαφορές παρέες και ζευγαράκια που είχαν βρει καταφύγιο στην σκοτεινή παραλία. Σταμάτησα μπροστά από ένα πετρόκτιστο σπίτι, δύο βήματα από την θάλασσα. Ηταν το μοναδικό που είχε ένα φανοστατη που έριχνε ένα αχνό λευκό φως.

"Ωραία, εδώ είναι καλά." Είπα και έκατσα κάτω.
"Βαρέθηκα. Σήκω να πάμε να βρούμε τους φίλους μου."
"Άρη. Κάτω." Κάτι μουρμουρισε αλλά τελικά κάθισε πλάι μου. Όταν βολεύτηκε, άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος του.
"Μου είπες ότι είχες να μου δώσεις κάτι."
"Α, ναι σωστά." Πήρε μια πετρουλα και μου την έβαλε στην ανοιχτή παλάμη μου.
"Καταπληκτικό. Θα την ονομάσω Κώστα."
"Γιατί Κώστα; "
"Δεν ξέρω." Στην πραγματικότητα ήταν ένα αστείο που είχα με τον κολλητό μου. Όπως και να έχει, εχωσα την πέτρα στην τσέπη μου.

Thirty SixΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα