Κεφάλαιο 2: Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι....

Start from the beginning
                                    

Και η ίδια η Μαρίνα το γνώριζε αυτό, υπό άλλες συνθήκες θα έμενε σιωπηλή, θα διατηρούσε μέσα της την οργή της για το καταπατημένο της σπίτι και η απάντηση της στον Λοχαγό θα γινόταν με μια ματιά που θα χάραζε ακόμα και διαμάντι, όμως όχι, το μυαλό της αγνόησε τον κίνδυνο σαν να ήξερε πως η αντίδραση του Γερμανού δεν θα οδηγούσε σε αιματοκύλισμα. Είχε δίκιο, όμως έπαιζε με τις πιθανότητες και ίσως αυτό να την ενθουσίαζε λίγο παραπάνω.

Αφήνοντας πίσω της το καθιστικό προχώρησε προς το δωμάτιο της τραπεζαρίας όπου βρήκε τον πατέρα της να διαβάζει εφημερίδα. Αναρωτήθηκε αν πλέον υπήρχε λόγος μιας και οι Γερμανοί είχαν εισβάλει και στον τύπο και ανάγκαζαν τις τοπικές εφημερίδες να τυπώνουν ο,τι τους σύνεφερε, για απόλυτη εμπιστοσύνη του λαού στη νέα διοίκηση και με κίβδηλες υποσχέσεις και ψέματα. Χαραμισμένο μελάνι αποτελούσαν για την Μαρίνα και για τον Λιόλιο το ίδιο, όμως έπρεπε με κάτι να συνοδεύσει τον καφέ του και η πρωινή εφημερίδα ήταν το μόνο εύκαιρο ανάγνωσμα.

Ακούγοντας όμως τα ελαφριά βήματα της κόρης του να πλησιάζουν, χαμήλωσε την εφημερίδα στο ύψος των ματιών του και αφού η ματιές τους συναντήθηκαν και η κοπέλα τον καλημέρισε άκεφα, την δίπλωσε και την τοποθέτησε στο ξύλινο τραπέζι. Άφησε την Μαρίνα να σερβίρει τον εαυτό της καφέ -δώρο του Λοχαγού επειδή τους ξεβόλευε και ύστερα έγειρε τον αγκώνα του στο τραπέζι έτοιμος να πάρει τον λόγο.

"Δεν χρειάζεται να σου πω πόσο απαράδεκτα φέρθηκες χθες, φαντάζομαι το ξέρεις και η ίδια." Ξεκίνησε να μιλά ο πατέρας της, η Μαρίνα δεν τον κοιτούσε, έφερνε βόλτες με τον δείκτη της το πορσελάνινο στόμιο του φλυτζανιού. "Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για τα πάντα Μαρίνα. Μερικές φορές πρέπει απλά να σιωπούμε και να αποδεχόμαστε τη μοίρα μας για δικό μας καλό." Η κοπέλα έσμιξε τα φρύδια της και απότομα σήκωσε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει. Τα λόγια του την τάραξαν, δεν περίμενε ποτέ ο ήρωας των παιδικών της χρόνων να μιλήσει με τόση ηττοπάθεια. Όμως ο Διονύσης στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε δίκιο κι ας μην μπορούσε η κόρη του να το αναγνωρίσει.

"Εσύ δεν ήσουν αυτός που έλεγε πως ότι περιορίζει την ελευθερία μας πρέπει να το πολεμάμε;" Ρώτησε η κοπέλα σε τόνο σκληρό. "Συμφωνώ πως δεν έπρεπε να απαντήσω στον εν λόγω κύριο, όμως δεν μπορώ να τον βλέπω να βρωμίζει το σπίτι μας με τις καλογυαλισμένες μπότες του λες και του ανήκει." Τα συνήθως λαμπερά, σαγηνευτικά μάτια της είχαν στενέψει επικίνδυνα και τον κοιτούσαν αγριεμένα. Ο Διονύσης προσπάθησε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του. Είχε ξεχάσει πόσο ισχυρογνώμων ήταν η θυγατέρα του και πως μια διένεξη μαζί της ποτέ δεν κατέληγε καλά για τα νεύρα του.

ΑλισάχνηWhere stories live. Discover now