12. Οι ψίθυροι της θάλασσας

40 2 0
                                    

Το ιχθυοπωλείο βρισκόταν κοντά στο λιμάνι, με τέσσερις τζαμαρίες και ένα πέτρινο τοίχο στεκόταν ψηλό και ευρύχωρο. Δυο μεγάλες προθήκες είχαν πιάσει τον περισσότερό χώρο δεξιά και αριστερά δίνοντας την ευκαιρία στον πελάτη να διαλέξει.

Οι επιλογές ήταν πολλές και η ποιότητα αναμφισβήτητη, άλλωστε ο ίδιος ο Ανδρέας μαζί με τέσσερις ακόμα ψαράδες πήγαιναν ανελειπώς κάθε πρωί για ψάρεμα.

Ο ένας, βέβαια τους την είχε σκάσει τις τελευταίες δυο μέρες.

Ο ήλιος είχε φτάσει ψηλά και το ρολόι έδειχνε μια και μιση. Πήγαιναν τέσσερις ώρες από όταν είχε γυρίσει με την Κρυσταλλία στην Δονούσα και οι δρόμοι τους χώρισαν.

Είχε προλάβει να κοιμηθεί δυο ώρες πρίν πάει στο μαγαζί ή τουλάχιστον είχε προσπαθήσει.

Το μυαλό του, του έπαιζε παιχνίδια με δυο εκφραστικά καστανά μάτια που έκαναν την καρδιά του να τρέχει.

Σκυμμένος πάνω απο τον μεγάλο πάγκο στο βάθος του μαγαζιού και αγνοώντας τις ομιλίες των νεαρών που δούλευαν μαζί του προσπαθούσε να τελειώσει τους ισολογισμούς του τελευταίου τριμήνου, όπως συνήθιζε να κάνει.

Μόνο που οι αριθμοί εκείνη την στιγμή δεν έβγαζαν νόημα, οι πράξεις φαίνονταν ακαταλαβίστικες και άναθεμα αν είχε ιδέα τι έγραφε τόση ώρα στα χαρτιά που βρίσκονταν μπροστά του.

Το χάδι της πάνω στο κορμί του.

Δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο συγκεντρωμένος.

Τα χείλη της στα δικά του...

Ξεφυσώντας έσκισε το χαρτί και στόχευσε τον μεταλλικό κάδο στην απέναντι άκρη.

«Πολύ ξεφυσάς σήμερα» η προσοχή του διασπάστηκε ξαφνικά και έφυγε από το στόχο. Το τσαλακωμένο χάτρινο μπαλάκι βρέθηκε στο έδαφος δίπλα από το κάδο. Έτριψε το σβέρκο του νευρικά. «Θες βοήθεια;»

Είχε γείρει πάνω στην άκρη του καϊκιού και παρακολουθούσε την μαγεία της φύσης. Τα μαλλιά της φλογερά ανταγωνίζονταν τα χρώματα του ήλιου.

«Ότι πιο όμορφο έχω δει»

«Ανδρέα μ' ακούς;» η φωνή του καστανόξανθου απέναντι του τον επανέφερε λιγάκι στην πραγματικότητα.

Σήκωσε το βλέμμα και τον είδε να απορρημένο να κουνά την παλάμη του μπροστά απο το πρόσωπό του.

«Συγγνώμη Μανο, είμαι λίγο αλλού σήμερα» παραδέχτηκε με ένοχο βλέμμα και ακούμπησε το κεφάλι του στο χέρι του. «Τι μου είπες;»

Μάγισσα στο ηλιοβασίλεμαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα