8. Να με φιλάς και να σβήνω

49 2 0
                                    

Λίγες ώρες αργότερα

Το μεσημέρι ήταν ζεστό, ο Αυγουστιάτικος ήλιος έκαιγε και οι αχτίδες του έλιωναν, καθώς έπεφταν μέσα στην ήρεμη θάλασσα. Στον κόλπο της Καλοταρίτισσας είχε απόλυτη άπνοια, ο Ανδρέας δεν μπορούσε να διακρίνει ούτε ένα φύλλο από το παχύ δέντρο που είχαν ξαπλωσει από κάτω να κουνιέται.

Σχεδόν του έλειπε να βλέπει τα μαλλιά της να κυματίζουν με τον αέρα. Μπλεγμένα και χαλαρά την έκαναν ακόμη πιο όμορφη. Παρόλα αυτά το βλέμμα του δεν είχε ξεκολλήσει από πάνω της.

Η Κρυσταλλία είχε ξαπλώσει δίπλα του πάνω στην άμμο με το κεφάλι της να ακουμπά στην τσάντα της. Τα μάτια της μισοκλειστα, καθώς απολαμβάνε την ησυχία του μεσημεριού.

«Ανδρέα;» μουρμούρισε. Η φωνή της σαν χάδι έφτασε στα αυτια του, ήρεμη σαν το νερό που απλωνόταν μπροστά τους.

Εκείνος ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι του σε μια ανασηκωμένη στάση και συνέχισε να την κοιτά. «Δεν μπορώ να κουνήθω από το φαΐ» είπε και τα χέρια της μαλακά έτριψαν την κοιλιά της.

Η ησυχία έσπασε από το γέλιο του, που γάργαρο τύλιξε την παραλία. Κάτι τουρίστες πιο πέρα γύρισαν να παραξενευμενοι μα ο Ανδρέας τους αγνόησε.

Πέρα από την ταβέρνα του Μήτσου άλλη δεν υπήρχε Καλοταρίτισσα, όπως και καμιά άλλη δεν είχε την φήμη της. Το φαγητό εκεί ήταν αφταστο. Μετά την ανάβαση τους στην κορυφή του Παπά έφαγαν του σκασμού εκεί.

«Παραφαγε το κορίτσι μου;» την ρώτησε γλυκά ακόμα γελώντας και έσκυψε κοντά της. Τα μάτια της άνοιξαν, τα ροζ της χείλη άρχισαν να ανεβαίνουν στα κρυφά προς τα πάνω.

«Πως το είπες αυτό;» τα μάγουλα της βάφτηκαν κόκκινα, του θύμισε κοριτσάκι που άκουσε κοπλιμέντο πρώτη φορά.

«Λέω πολύ φαΐ, άστα και εγώ έχω φουσκώσει» προσπάθησε να τα κουκουλώσει μα την είδε να τον κοιτά παράξενα. Ανασηκώθηκε και γύρισε προς το μέρος του. Με μια κίνηση βρέθηκε από πάνω του κάνοντας τον να ξαπλώσει πίσω στην μαλακή άμμο.

Ήταν που δεν μπορούσε να κουνηθεί.

«Όχι, όχι αυτό» του χαμογέλασε πονηρά και η καρδιά του άρχισε να αυξάνει ρυθμούς. Πάρα την παχιά σκιά που τους πρόσφερε το δέντρο είχε αρχίσει να ιδρώνει. Μακριές κόκκινωπες της μπούκλες γαργάλησαν το πρόσωπό του.

«Το τελευταίο που είπες, πες το πάλι» αυτή η γυναίκα τον τρέλαινε και το χειρότερο ήταν πως το είχε αποδεχθεί. Εκείνη την στιγμή το συνειδητοποίησε, καθώς τον κοιτούσε με μια σπιρτάδα στο κάστανο, ζεστό της βλέμμα.

Μάγισσα στο ηλιοβασίλεμαWhere stories live. Discover now