Τα μυστικά της Ντούτραμ

By Baifi88

12.2K 2.7K 5.4K

Το διάσημο κάστρο Μπράν, το οποίο φιλοξενεί τον μύθο του Κόμη Δράκουλα, με την γοτθική αρχιτεκτονική του, σε... More

Πρόλογος
Ο Καταραμένος Πρίγκιπας/part 1
Ο Καταραμένος Πρίγκιπας/part 2
Σκοτεινή Ακαδημία/ part 1
Σκοτεινή Ακαδημία/part 2
Ντούτραμ/part 1
Ντούτραμ/ part 2
Το Τάγμα του Δράκου/part 1
Το Τάγμα του Δράκου/ part 2
Το Τάγμα του Δράκου/ part 3
Φύλακες της μνήμης/part 2
Φύλακες της μνήμης/ part 3
Όταν το παρελθόν, συναντά το παρόν/ part 1
Όταν το παρελθόν, συναντά το παρόν/ part 2
Όταν το παρελθόν, συναντά το παρόν/ part 3
Ύφος σκληρό και άγριο/ part 1
Ύφος σκληρό και άγριο/ part 2
Ύφος σκληρό και άγριο/ part 3
Το σπάσιμο του δεσμού/ part 1
Το σπάσιμο του δεσμού/ part 2
Τα παιδιά της νύχτας/ part 1
Τα παιδιά της νύχτας/ part 2
Ο αληθινός Ντράκουλα/ part 1
Ο αληθινός Ντράκουλα/ part 2
Ο αληθινός Νράκουλα/ part 3
Ο αληθινός Ντράκουλα/ part 4
Εκτός αν είναι ο ίδιος ο γιος του Διαβόλου/ part 1
Εκτός αν είναι ο ίδιος ο γιος του Διαβόλου/part 2
Η γνώμη σας μετρά!!
Ο δρόμος για το Ποενάρι/ part 1
Ο δρόμος για το Ποενάρι/ part 2
Ο δρόμος για το Ποενάρι/ part 3
Βοήθεια από το Έρεβος/ part 1
Βοήθεια από το έρεβος/ part 2
Βοήθεια από το έρεβος/part 3
Βοήθεια από το έρεβος/ part 4
Βοήθεια από το έρεβος/part 5
Η πάλη της λογικής με το συναίσθημα/part 1
Η πάλη της λογικής με το συναίσθημα/ part 2
Η πάλη της λογικής με το συναίσθημα/ part 3
Το Δισκοπότηρο της Ντούτραμ/ part 1
Το Δισκοπότηρο της Ντούτραμ/ part 2
Το Δισκοπότηρο της Ντούτραμ/ part 3
Προσωπικά συναισθήματα και σκέψεις
Το Δισκοπότηρο της Ντούτραμ/ part 4
Το Δισκοπότηρο της Ντούτραμ/part 5
Το Δισκοπότηρο της Ντούτραμ/ part 6
Η μεγαλύτερη αδυναμία/ part 1
Η μεγαλύτερη αδυναμία/ part 2
Ήρωες!!!
Η μεγαλύτερη αδυναμία/ part 3
Η μεγαλύτερη αδυναμία/ part 4
Η δύση μίας εποχής και η ανατολή μίας νέας/ part 1
Η δύση μίας εποχής και η ανατολή μίας νέας/ part 2
Η δύση μίας εποχής και η ανατολή μίας νέας/ part 3
H δύση μίας εποχής και η ανατολή μίας νέας/ part 4
Η δύση μίας εποχής και η ανατολή μίας νέας/part 5
Η δύση μίας εποχής και η ανατολή μίας νέας/ part 6
Η δύση μίας εποχής και η ανατολή μίας νέας/part 7 και Επίλογος

Φύλακες της μνημης/part 1

212 52 66
By Baifi88

Στη φωτο ο Βλαντ (με λιγο πιο κοντο μαλλι μελλοντικά)

Τα βήματά του αντηχούσαν στα υπόγεια του κάστρου. Κάθε βήμα και μία μνήμη ξεπεταγόταν από τα άδυτα της ψυχής του. Μίας ψυχής γενναίας που είχε μάθει να ζει σε ετοιμότητα για την επόμενη επίθεση, την επόμενη συμφορά. Δεν επέλεξε αυτή τη ζωή την ταραχώδη, μα ούτε και την περίοδο του Μεσαίωνα. Υπήρξε βοεβόδας της Βλαχίας για οκτώ περίπου χρόνια. Ευγενικής καταγωγής και προορισμένος για μεγαλεία, με στρατιωτική ανατροφή. Πέρασε έξι χρόνια αιχμάλωτος των Τούρκων στην πιο τρυφερή ηλικία και δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον Μίρτσεα, όταν δολοφονήθηκε έχοντας βασανιστεί ανείπωτα. Έζησε ως πρόσφυγας στη Μολδαβία και την Τρανσυλβανία και φυλακίστηκε από τον βασιλιά της Ουγγαρίας, πεθαίνοντας προδομένος στα σαράντα πέντε. Κοινώς, πάνω από τη μισή του ζωή βασανίστηκε με διάφορα συμβάντα. Λίγη γαλήνη την άξιζε, αφού ούτε μετά τον θάνατό του είχε κατορθώσει να τη βρει. Τόσο μεγάλη ήταν η κατάρα που τον ακολουθούσε. Ετοιμαζόταν να ντυθεί εκείνο το απόγευμα, όταν η αιχμάλωτη που τώρα είχε στο μπουντρούμι, εισέβαλε στο μυαλό του με περισσό θράσος.

Κατεβαίνοντας και το τελευταίο σκαλοπάτι, η επιβλητική του σκιά σκέπασε το λιγοστό φως από τις δάδες. Η κοπέλα είχε αποκοιμηθεί, με τον λαιμό της να έχει γλιστρήσει ανάμεσα από τα κάγκελα. Ο Βλαντ στάθηκε μπροστά από το κελί της. Περνώντας αέρινα το χέρι του, έβγαλε το κεφάλι της από τα σίδερα και κατόπιν, αφήνοντάς το κάτω, ξεκλείδωσε αμίλητος. Η κοπέλα τινάχτηκε όρθια. Ο τρόμος που ένιωσε ήταν φοβερός απέναντί του. Με δύο δρασκελιές, μαζεύτηκε στην άκρη περιμένοντας ξύλο, μαστίγωμα, παλούκωμα και τόσες άλλες μεσαιωνικές λατρεμένες φαντασιώσεις βασανισμού.

«Σήκω και έλα μαζί μου» της είπε αυστηρά.

«Πού θα με πας; Θα με παλουκώσεις; Θα με σκοτώσεις γδέρνοντάς με;» ψέλλισε τρέμοντας κυριολεκτικά, μα η φιγούρα συνέχισε να στέκεται μπροστά της σοβαρή και αμίλητη.

«Πολλά πτώματα γδαρμένα θα έπρεπε να έχω καδράρει εδώ μέσα και ίσως τότε να έβρισκα τη γαλήνη μου δεσποσύνη. Για την ώρα αφήστε τις άσκοπες και ανούσιες φλυαρίες αυτολύπησης γιατί σε μένα δεν θα βρουν ανταπόκριση. Είστε τυχερή που ζούμε σε αυτόν τον αιώνα. Ακολουθήστε με σιωπηλή. Οι κουβέντες θα πληρωθούν. Μόνο όταν θα σε ρωτήσω κάτι, θα απαντήσεις και με την αλήθεια. Το ψέμα το διαβάζω και δεν θα έχει καλή κατάληξη»

Η Γκάμπι υπάκουσε και ούτε το σάλιο της δεν κατάπιε με θόρυβο. Ο Βλαντ άφησε την πόρτα ανοιχτή και δεν γύρισε ούτε μία φορά το βλέμμα του ξανά επάνω της. Καθώς ανέβαιναν τα φιδογυριστά σκαλοπάτια, η Γκάμπι προσπαθούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του. Από την ιστορία του, θυμόταν αμυδρά πως πέθανε γύρω στα σαράντα. Το πρόσωπο που είχε απέναντί της, εξαιτίας της αθανασίας έμοιαζε λίγο νεότερο. Είχε σπαστά, καστανά μαλλιά μέχρι λίγο πιο πάνω από τη μέση της πλάτης του. Η ματιά του ήταν έντονη και αυστηρή σαν του γερακιού. Η στάση του σώματός του όμως δήλωνε σιγουριά ίσως και κάποια ακούσια έπαρση. Ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν, τι δύναμη διέθετε, τι ιστορία κουβαλούσε πίσω του, τα πάντα και όλα αυτά καθρεφτίζονταν στις κινήσεις του. Η Γκάμπι ένιωσε δέος. Ήταν ένας ήρωας εθνικός για τη χώρα της ή ένα τέρας, ένας διεστραμμένος ηγέτης σύμφωνα με άλλες παραδόσεις. Η αλήθεια είχε μάθει όμως, πως ήταν κάπου στην μέση πάντοτε.

Οι δυο τους έφτασαν σε μία αίθουσα με ένα σκούρο ξύλινο σκαλιστό τραπέζι. Δύο σιωπηλοί υπηρέτες φάνηκαν να σαλεύουν πάντοτε στη σκιά του φόβου και της εκτίμησης που έτρεφαν για τον αφέντη και πρίγκιπά τους. Αρχικά άφησαν ένα ποτήρι με νερό μπροστά του και κατόπιν υποκλίθηκαν και αποχώρησαν. Ο Βλαντ της έκανε νόημα να καθίσει απέναντί του και εκείνη υπάκουσε αμέσως. Τα μάτια της εστίαζαν πάντοτε στη γη. Ο ελαφρύς θόρυβος του ποτηριού, την έκανε να υψώσει το βλέμμα μόνο για να το δει να βρίσκεται μπροστά της.

«Να κοιτάζεις πάντοτε τους άλλους ίσια στα μάτια Γαβριέλα. Πιες λίγο νερό, έχουμε να συζητήσουμε πολλά και θα σου χρειαστεί» πρόφερε ο άνδρας και εκείνη τρέμοντας κατέβασε το θαυματουργό υγρό με την μία νιώθοντας ανακούφιση. Κατόπιν, πάλεψε να τον κοιτάξει «Έχω ακούσει κάποια πράγματα από τον Μίρτσεα, μα θα ήθελα να μου μιλήσεις εσύ, με λεπτομέρειες. Πότε ξεκίνησες να βλέπεις οράματα, τι έχεις δει και πώς» την πρόσταξε και εκείνη ξερόβηξε για να πάρει κουράγιο.

«Δεν είχα ποτέ στη ζωή μου καμία σχέση με το υπερφυσικό. Ούτε εγώ, ούτε οι δικοί μου. Ποτέ δεν είχα δει κανένα όραμα, εκτός από το βράδυ που χάθηκε ο αδερφός μου. Πήγα να διπλώσω μία μπλούζα του και άξαφνα μέσα στο μυαλό μου ξεπήδησε μία εικόνα ενός πλάσματος ανθρωπόμορφου που περπατούσε σε έναν σκοτεινό, πέτρινο διάδρομο. Φορούσε ένα δαχτυλίδι με ένα δράκο σκαλιστό επάνω. Δεν είδα πρόσωπο, μονάχα τα νύχια του που σέρνονταν στους τοίχους» έκανε μία παύση. Ο Βλαντ δεν φαινόταν να τρομοκρατείται, μα ήταν βέβαιη πως είχε δει στα μάτια του την έκπληξη «Έπειτα, όταν ήρθα στη Ντούτραμ, έβλεπα πράγματα, όπως το πρόσωπο της κυρίας Άλμπα να αλλοιώνεται. Είδα το αληθινό πρόσωπο του Μίρτσεα μετά το θάνατό του, δίχως μάτι από την μία πλευρά και όταν τον ρώτησα πώς είχε πεθάνει, μου εκμυστηρεύτηκε πως του είχαν κάψει με σίδερο το ένα μάτι προτού τον θάψουν ζωντανό»

Ο Βλαντ σηκώθηκε επάνω ήρεμα και την κοίταξε ανέκφραστα.

«Αυτός που είδες στις κατακόμβες, ήταν ο Ραντού, ο μικρός μου αδερφός και το δαχτυλίδι που φορά μου ανήκε» πρόφερε δύσθυμα ωστόσο ήταν κάτι που είχε ακούσει ήδη η κοπέλα «Με τον Ραντού τα πράγματα άλλαξαν όταν αυτός και εγώ βρεθήκαμε αιχμάλωτοι των Οθωμανών. Εκείνος γοητεύτηκε θαρρώ, εγώ αντιδρούσα. Η ουσία ήταν πως στάθηκε απέναντί μου. Πάντοτε στεκόταν, μέχρι και σήμερα. Εσύ λοιπόν ισχυρίζεσαι πως είσαι αθώα και πως ποτέ άλλοτε δεν είχες κάποια σχέση με το μεταφυσικό στοιχείο ή τον Ραντού» πρόφερε κοφτά.

«Ακριβώς. Σου μιλάω ειλικρινά. Ακόμη και αν με βασανίσεις, τα ίδια θα σου πω γιατί είναι η μόνη αλήθεια» πάλεψε να τον πείσει.

Για λίγο έμεινε να την επεξεργάζεται σκεπτικός.

«Εμένα πώς με είδες;» την ρώτησε «Και γιατί βρέθηκες στο κάστρο μου εκείνο το βράδυ; Ή μήπως θα ήταν πιο ορθό να ρωτήσω το πώς;»

«Στο κάστρο θαρρώ πως με οδήγησε ένα δισκοπότηρο. Εξερευνούσα τη Σχολή και ανεβαίνοντας τις πέτρινες σκάλες σε ένα απόμερο σημείο, τυχαία το ανακάλυψα. Νόμιζα πως απλώς ήταν ένα κειμήλιο αρχαίο της Ντούτραμ, μα μόλις το άγγιξα, μεταφέρθηκα εδώ. Όσο για το πώς σε είδα, άγγιξα ένα αντικείμενο, σαν κουμπί που ήταν πεσμένο στο χώμα, τη στιγμή που πάλευα να ζωγραφίσω την εικόνα του Μπραν» τελείωσε, μα ο Βλαντ έμοιαζε πιο προβληματισμένος από ποτέ.

«Ξέρεις ποιο είναι το κακό στην ιστορία; Πως υπάρχουν πολλές και τραγικές συμπτώσεις. Σαν άνθρωπος, πρέπει να έχεις έμφυτη την περιέργεια και γι'αυτό ανακάλυψες το δισκοπότηρο. Το πρόβλημα μαζί σου αρχικά, είναι πως διαθέτεις μία δύναμη ζηλευτή για όλους μας. Δεν μπορώ να σε αφήσω έτσι απλά να χαθείς από την προσοχή μου. Το δεύτερο, είναι πως θέλω να σιγουρευτώ για τα λόγια σου και το τρίτο είναι μία προειδοποίηση να μην τολμήσεις ποτέ ξανά να σκεφτείς να εισβάλεις στο χώρο μου ή στο μυαλό μου, δίχως την άδεια και τη γνώση μου. Για την ώρα θα χρειαστεί να με ακολουθήσεις. Αν το όραμα είναι ορθό, σημαίνει πολλά για την ύπαρξη του Ραντού. Θα επισκεφθούμε ωστόσο ένα μέρος, που θα μου εξασφαλίσει την αλήθεια των λεγομένων σου» της είπε και εκείνη ένιωσε μέσα της μία παραίτηση και ταυτόχρονα μία ακατανίκητη ανάγκη να θέσει μία παράξενη ερώτηση.

«Ποιος είσαι στ'αλήθεια;»

Ο Βλαντ έμεινε να την κοιτά έκπληκτος. Μία τέτοια ερώτηση τον είχε πιάσει απροετοίμαστο.

«Πολλά λέγονται γύρω από το όνομά μου, μα ελάχιστη είναι η γνώση. Ένας συγγραφέας κυκλοφόρησε μία φρικτή ιστορία βεβηλώνοντας τη μνήμη μου. Νομίζω πως λίγη σημασία έχει, καθώς την αλήθεια δεν θα την βρεις ανάμεσα από τις φωνές του σήμερα. Ίσως με τον καιρό να πάρεις την απάντησή σου, αν ζήσεις αρκετά ώστε να σου αποκαλυφθεί».

Η τελευταία πρόταση ήχησε το δίχως άλλο σαν απειλή. Σαν μία αόρατη συννεφιασμένη απειλή που ερχόταν υπομονετικά από τον ορίζοντα όπως η καταιγίδα. Αυτό που έπρεπε να συνειδητοποιήσει αργά ή γρήγορα, ήταν πως αυτός ο κόσμος είχε τελικά χώρο για όλους. Για ανθρώπους και μη. Ο Βλαντ είχε ήδη σηκωθεί και βάδιζε προς την έξοδο του κάστρου δίχως να καρτερά την Γκάμπι.

«Πού πηγαίνουμε;» τον ρώτησε.

«Στο Μοναστήρι Κομάνα. Το ίδρυσα εγώ και οι Αδελφοί μας περιμένουν. Είναι ψυχές του δέκατου πέμπτου αιώνα. Ξέρουν να διαβάζουν, θα μου πουν τα πάντα. Θα κινηθούμε όμως στη διάσταση τη παράλληλη. Με βάση το χάρισμά σου, θα έλεγα πως διόλου δεν θα εκπλαγείς, αν δεις ανθρώπους με μυτερά καπέλα να σκάβουν στους κήπους τους για να περιποιηθούν τα βότανα. Είναι Αλχημιστές και αυτή ακριβώς είναι η δουλειά τους» της είπε, ωστόσο οι απορίες είχαν αρχίσει να στοιβάζονται με εξαιρετική ταχύτητα στο μυαλό της.

Οι Αλχημιστές έμοιαζαν πολύ με τους ανάλογους χημικούς και βοτανολόγους. Το αγόρι που σκοτώθηκε άδικα στην Σχολή της, ήταν μάγος και ανήκε στο είδος τους. Ο Βλαντ ωστόσο, ήταν κάτι διαφορετικό.

«Εσύ ανήκεις στους Βρικόλακες;» τον ρώτησε, ωστόσο λεπτό δεν στράφηκε να την κοιτάξει, αντιθέτως συνέχισε να βαδίζει με προορισμό τα πυκνά δάση.

«Ναι. Δημιουργήθηκα με αίμα από τον Ραντού. Αυτός ο φαντασμένος θεώρησε πως ο δεσμός δημιουργού και έργου θα ήταν άρρηκτος και πως θα κατόρθωνε να με ελέγξει. Μάλλον ο Σατανάς δεν του τα είπε καλά και τον ξεγέλασε. Τα υπόλοιπα εν καιρώ. Για την ώρα χρειάζομαι την επιβεβαίωση της αιωνιότητας για το ποιόν σου. Έχω μάθει με τους αιώνες να κοιτάζω πάντοτε πίσω από την πλάτη μου, σε περίπτωση που κάποιος αποφασίσει να μου καρφώσει το μαχαίρι» τελείωσε και καθώς έμπαιναν στο εσωτερικό του σκιερού δάσους, ο άνεμος μετέφερε μαζί του και λυγμούς, φωνές και ψιθύρους οργής.

Σε κάθε βήμα τους, μπορούσε να τους ακούσει. Σχολίαζαν τον Βλαντ Ντρακούλ και την αγέρωχη μορφή του που προχωρούσε δίχως να τον νοιάζει τίποτε. Το βλέμμα του ήταν πάντοτε περήφανο. Σε αντίθεση με εκείνον, η Γκάμπι είχε ανατριχιάσει. Σκεφτόταν τους παλουκωμένους και τις κραυγές τους για οίκτο. Τα πόδια της άξαφνα μούδιασαν και το στήθος της φτεροκοπούσε ασταμάτητα. Κάθε σκιά και ένας φόβος, κάθε δέντρο και ανάμνηση. Ήξερε όμως πως δεν ήταν η μόνη που κατακλυζόταν από αναμνήσεις. Ο άνδρας που είχε μπροστά της, σκεφτόταν διαρκώς την ιστορία του και ας πάλευε να την αποφύγει. Στην ουσία είχε περιέλθει σε ένα αδιέξοδο ψυχής. Η γαλήνη θα ερχόταν με τον θάνατο του Ραντού και τότε πια η ψυχή του θα ήταν ελεύθερη. Προχωρώντας μπροστά, μπορούσε να νιώσει τον τρόμο της Γκάμπι, ωστόσο δεν γύρισε λεπτό να την παρηγορήσει. Ήθελε να την σκληραγωγήσει και να της δείξει έμμεσα, πως ο άνθρωπος, αν πραγματικά το επιθυμεί, μπορεί να λυγίσει ακόμη και το ατσάλι.

Ως βρικόλακας, μπορούσε να ακούσει τα πάντα ξεκάθαρα. Η καλή έως άριστη λειτουργία των αισθήσεών του, ήταν ένα δώρο της αθανασίας και της νεκρανάστασής του με έναν τρόπο παράδοξο. Με αίμα και φεγγάρι. Το δάσος γύρω τους φαινόταν να διακατέχεται από δική του θέληση και νου. Φαινόταν σαν να παρακολουθεί την κάθε τους κίνηση. Τα δέντρα λύγιζαν τον κορμό τους σε έναν σχεδόν ανύπαρκτο άνεμο και η Γκάμπι μαρμάρωσε άξαφνα στη θέση της. Ο Βλαντ δίχως να γυρίζει το κεφάλι του, ευθύς κατάλαβε πως τα βήματά της είχαν σταματήσει.

«Προχώρα Γαβριέλα. Κωλυσιεργείς, και οι Αδελφοί δεν μπορούν να περιμένουν» τον άκουσε να την διατάζει, μα το σώμα της θαρρείς και είχε πετρώσει από το φόβο.

Τότε μόνο, τα βαθυπράσινα μάτια του Βλαντ, καρφώθηκαν στα δικά της με θυμό.

«Θα μπορούσες να μου εξηγήσεις το πρόβλημα; Σε διέταξα να προχωρήσεις και δείχνεις ανυπακοή. Σου ζήτησα να βιαστείς» την πίεσε.

«Δεν μπορώ. Δεν αντέχω να το κοιτάζω. Όλο αυτό είναι απλά φρικτό. Κάτι έχει γίνει εδώ μέσα και είμαι βέβαιη πως συνδέεται σχεδόν απόλυτα με το απεχθές θέαμα που έστησες όταν και εγώ χάθηκα στο μέρος αυτό. Νιώθω φωνές έντονες που με αποπροσανατολίζουν και..» πήγε να πει μα κόντεψε να συγκρουστεί με το κορμί του άνδρα που βρέθηκε χιλιοστά μακριά της.

«Δίνεις πολύ σημασία στους πεθαμένους. Ένα φάντασμα είναι απλώς, μία ψυχή ξεχασμένη, φιλική ή εχθρική δεν έχει σημασία. Δεν μπορούν να σε βλάψουν. Οι νεκροί ποτέ δεν μπορούν. Να φοβάσαι τους ζωντανούς. Όσο για τους ψιθύρους, απλώς θα σου πω πως είναι κατάρες που έχουν μοναδικό αποδέκτη το πρόσωπό μου. Εσένα τόση ώρα δεν σου δίνουν καμία σημασία. Το πρόβλημα είμαι εγώ. Εγώ τους παλούκωσα γιατί πολύ απλά απείλησαν την επικράτεια και χώρα μου. Τώρα πια όμως, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να καταριούνται, ενώ εγώ βαδίζω αγέρωχα ανάμεσά τους υπενθυμίζοντάς τους την τιμωρία τους. Άσε λοιπόν την ιστορία ήσυχη εκεί ακριβώς που ανήκει. Και εγώ αυτό επιθυμώ. Είμαι ιστορία. Μία σελίδα μόνιμα γυρισμένη, σαν να ξέφυγα από το σκονισμένο χρονοντούλαπο. Θέλω να ζήσω ήρεμα στη λήθη. Αυτό επιθυμούσα προτού εμφανιστείς εσύ εκουσίως ή και όχι» τελείωσε  και η κοπέλα για πρώτη φορά, έπιασε μία χροιά στη φωνή του ελάχιστα διαφορετική.

Όταν μιλούσε για την ιστορία, υποστηρίζοντας πως έπρεπε να μένει πίσω, εκεί που ανήκε, τον ένιωσε για δευτερόλεπτα να θλίβεται. Ήταν στιγμιαίο μα είχε μάθει να παρατηρεί τους ανθρώπους και συνομιλητές της. Ο Βλαντ στην ουσία δεν ήθελε να υπάρχει. Οι σκέψεις την κύκλωσαν και δεν κατάλαβε για πότε βρέθηκαν σε ένα ξέφωτο μακριά από τους σατανικούς ψιθύρους.  Ο Βλαντ σφύριξε έναν σκοπό και ένα σταχτί άλογο κάλπασε αγέρωχα προς το μέρος τους. Μα φυσικά. Ήταν πρίγκιπας και την εποχή εκείνη διδάσκονταν ιππασία. Εκείνοι. Η Γκάμπι δεν είχε ιδέα.

«Εμ, όχι;» του είπε.

«Ο λόγος;» τη ρώτησε σοβαρός. «Το άλογο δεσποσύνη δεν έχει καμία διάθεση να σας επιτεθεί αν αυτό σκεφτόσαστε. Λοιπόν, βιαστείτε!» την πρόσταξε ωστόσο δεν ήταν καθόλου σίγουρη για το πώς θα μπορούσε να ανέβει σε ένα άλογο.

Στεκόταν πλάι του προσπαθώντας να πιάσει την άκρη της σέλας και να δώσει ώθηση στο ένα της πόδι, μα αυτό στάθηκε αδύνατο. Μία τηλεπαθητική σχεδόν δύναμη την τράβηξε πίσω και είδε τον Βλαντ να ανεβαίνει ταχύτατα. Κατόπιν, δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει για πότε το χέρι του βρέθηκε στην μέση της και σηκώνοντάς την, την έβαλε να καθίσει μπροστά.

«Κρατήσου, καθώς για τυχόν τραυματισμούς δεν φέρω ευθύνη» της είπε παραλείποντας επίτηδες να αναφερθεί στην ικανότητα των βρικολάκων να θεραπεύουν τραύματα και σπασίματα.

Δεν ήθελε να την νιώθει να εφησυχάζεται. Όλοι όσοι τον συνόδευαν έπρεπε να βρίσκονται σε διαρκή ετοιμότητα. Το άλογο έβγαλε μία κραυγή και το ταξίδι τους για το Μοναστήρι ξεκίνησε. Ο αέρας μαστίγωνε το πρόσωπό της, καθώς το ζώο κάλπαζε ελεύθερο στο λιβάδι. Ήταν μία αίσθηση αλλιώτικη, πολύτιμη, ενώ η πλάτη της στηριζόταν στο στήθος του για να μην πέσει. Για κάποιον λόγο ένιωθε ασφάλεια. Αν ήθελε να την πληγώσει, θα το είχε κάνει. Είχε καταλάβει πως ο Βλαντ φυλούσε πάντοτε τα νώτα του και απαιτούσε να κάνουν και οι άλλοι το ίδιο. Εκείνη, τη δοκίμαζε. Δοκίμαζε το θάρρος και την αντοχή της και αν έκρινε από τις αντιδράσεις της, μάλλον η βαθμολογία της ήταν χαμηλή.

Στη διαδρομή τους, ξεκίνησε να αντιλαμβάνεται την έννοια της άλλης διάστασης. Έβλεπε τα σπίτια των ανθρώπων να συνυπάρχουν με άλλα, χτισμένα παράξενα, με γκρίζες, ελαφρώς μυτερές στέγες και Αλχημιστές που βρίσκονταν εκεί ακριβώς που ήταν η θέση τους. Στις αυλές τους τις μαγικές καλλιεργώντας βότανα. Κάθε φορά που περνούσαν μπροστά από κάποιο τέτοιο σπίτι,οι ένοικοι κοιτούσαν τον Βλαντ με θαυμασμό χαιρετώντας ενθουσιωδώς. Εκείνος ανταποκρινόταν, πάντοτε με περηφάνια και λιτότητα σε κάθε του κίνηση. Η σιγουριά υπήρχε διάσπαρτη στον αέρα γύρω του και για πρώτη φορά η Γκάμπι, χαμογέλασε στη σκέψη αυτή.

Continue Reading

You'll Also Like

187K 13K 29
Ένα σκοτεινό σχέδιο, ένα ψέμα και μια λάθος πληροφορία θα φέρουν το χάος... Ενας άντρας που ξέρει ακριβώς τι θέλει... Ποιος είναι άραγε; "Άφησε με ή...
141K 16.1K 44
Μια γυναίκα φτάνει σε ένα δημόσιο νοσοκομείο σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Γεννάει ένα κοριτσάκι. Το μωρό είναι νεκρό. Ένας άντρας από την φυλή των βρυκ...
97.8K 8.4K 28
Η Εβελιν ειναι μια 16χρονη κοπελα που ζει μια φυσιολογικη ζωη μεχρι τη στιγμη που αθελα της μπλεκετε στην χειροτερη συμορια του σχολειου της... 4 αγο...
2.5K 503 40
Τι θα γινεις εαν ενας γειτονας και μια γειτονισα ερωτευτουν και αποκτησουν μια κορη η οποια ερωτευεται ενα Vampire? Εαν θελετε να μαθετε μαλλον ηρθατ...