Daddy Issues ||h.s.(Ελληνική...

By ilovefineline

43.5K 2.7K 32

Εάν ανέφερες το όνομά της σε έναν σχολικό διάδρομο, ή στις τουαλέτες των κοριτσιών, πάντα θα έπαιρνες το ίδιο... More

Πρόλογος και Προειδοποιήσεις
0.1
0.2
0.3
0.4
0.5
0.6
0.7
0.8
0.9
1.0
1.1
1.2
1.3
1.4
1.5
1.6
1.7
1.8
1.9
2.0*
2.1
2.2
2.3*
2.4
2.5
2.6
2.7*
2.8
2.9
3.0
3.1
3.2
3.3
3.4
3.5
3.6
3.7*
3.8
3.9
4.0
4.1
4.2
4.3
4.4
4.5
4.6
4.7*
4.8
Τranslator's Note
Για την Αδελαΐδα
Για Σένα
Για Μένα

4.9

580 30 3
By ilovefineline

the last chapter- προτείνω χαρτομάντιλα, όλο το πακέτο

Τίποτα. Ο Χάρι δεν ένιωθε τίποτα. Ήταν λες και δεν υπήρχε. Λες και, την στιγμή που το γυαλί είχε σκορπιστεί στα σώματά τους, όλα σταμάτησαν. Ησυχία, εκκωφαντική ησυχία. Γέμιζε το άκυρο της σιωπής με τους ύπουλους τόνους της. Ησυχία. Τίποτα. 

Μετά, ένας χτύπος καρδιάς. 

Ήταν ένα μικρό κρούσμα, ένας χτύπος ζωής, μια ανάσα αέρα. Γέμιζε το άκυρο του τίποτα με τους γλυκούς του τόνους. 

Μετά, ένα όνομα. 

Ήταν μέλι στα χείλη του, ένα μελιστάλακτο τραγούδι, μια ανάγκη για βοήθεια. 

"Αδελαΐδα," το όνομα έσταξε από τα χείλη του, και προσγειώθηκε ήσυχα στα θραύσματα του γυαλιού. "Αδελαΐδα." Η φωνή του ήταν σπασμένη, και τώρα και αυτή βρισκόταν σπασμένη κοντά του. Προσπάθησε ξανά, αλλά η λέξη δεν είχε αρκετά δυνατά φτερά για να κουβαληθεί. Αργά, σαν όνειρο, ο Χάρι προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του, και βρέθηκε στη μέση ενός εφιάλτη. Τα βλέφαρά του ήταν βαριά, λες και ήταν γεμάτα με βαρίδια, και τα μάτια του ήταν κενά, γυαλισμένα με το θολό επικάλυμμα του σοκ. Πήρε λίγη ώρα στα μάτια του να εστιάσουν, για να φύγει το επικάλυμμα, αλλά μόλις προσγειώθηκαν στα σπασμένα παράθυρα και το αίμα στις κλειδώσεις του, σταμάτησε να ονειρεύεται. 

Τα χέρια του βρίσκονταν ακόμα στο τιμόνι, τα δάχτυλά του είχαν πάθει κράμπα καθώς ήταν τυλιγμένα γύρω του, και η ζώνη ήταν κολλημένη στο σώμα του, αφήνοντας μωβ σημάδια εκεί όπου δάγκωνε το δέρμα του. Ένας υπόκωφος πόνος εξαπλωνόταν από το μπούτι του. Ένα κομμάτι γυαλί το είχε φιλήσει, τα ανώμαλα χείλη του άφηναν πίσω τους έναν λεκέ βίαιης αγάπης. Δεν παρατήρησε τίποτα όμως, ούτε το αίμα, ούτε τη μελανιά, επειδή τα μάτια του ήταν πάνω στην θέση δίπλα του· ήταν άδεια. 

"Αδελαΐδα," φώναξε σιγανά, γιατί ακόμα η φωνή του βρισκόταν σπασμένη στο πάτωμα. Το τύμπανο στο στήθος του χτυπούσε γρηγορότερα, και τα βιολιά έκλαιγαν στο μυαλό του και έκαναν ένα κρεσέντο καταδίκης. Εκείνη δεν ήταν εκεί, δεν μπορούσε να τη δει, δεν μπορούσε να την αγγίξει, δεν μπορούσε να την φιλήσει, γιατί δεν ήταν...

"Χάρι," η φωνή ξέφυγε από την συμφωνία μέσα του, και η πόρτα του αμαξιού άνοιξε διάπλατα. Ήταν εκεί, φωτισμένη από το κίτρινο φως των προβολών που ακόμα ήταν αναμμένοι. Το πρόσωπό της ήταν καθαρό, ανέγγιχτο, λες και η μοίρα της αγαπούσε υπερβολικά πολύ για να την πληγώσει. 

"Αδελαΐδα," είπε, και επιτέλους η φωνή του πέταξε από τα χείλη του και προσγειώθηκε στα δικά της. 

"Ναι, Χάρι, είμαι εντάξει, είμαι εντάξει," είπε, απαλά φιλώντας τα ροζ του χείλια. Καθώς ο Χάρι ένιωθε την ανάσα της πάνω στο δέρμα του, τρομπέτες έπαιζαν στις φλέβες του και ένα πιάνο τραγουδούσε στην καρδιά του. Ήταν εκεί, ήταν ζωντανή· μπορούσε να το νιώσει στα ακροδάχτυλά της και στην καρδιά της, μπορούσε να το νιώσει στα χέρια της και στο στήθος της, μπορούσε να το δει στο σώμα και στα μάτια της. Ήταν ζωντανή, ήταν εκεί, μπορούσε να το νιώσει. 

"Είσαι σίγουρη;" τη ρώτησε, τα μάτια του μια σιγανή καταιγίδα. 

"Ναι, είμαι εντάξει, μόνο μερικά σπασμένα πλευρά. Εσύ είσαι εντάξει;" δεν μπορούσε να απαντήσει την ερώτησή της, επειδή η συμφωνία μέσα του παραήταν δυνατή, και η καταιγίδα στα μάτια του παραήταν βίαιη. 

"Είμαι εντάξει," είπε. "Είμαι εντάξει όσο είσαι και συ." Εκείνη χαμογέλασε, και ξαφνικά ο ήλιος έλαμπε μέσα από το σκότος της νύχτας, και τους έλουζε σε χρυσαφένιο φως. 

Βγήκε από το αμάξι, κρατώντας το χέρι της στο δικό του, τα δάχτυλά τους ενωμένα σαν τις ρίζες ενός δέντρου. Δεν μπορούσε να την αφήσει ξανά, θα είχα για πάντα την παλάμη της ενάντια στη δική του έτσι ώστε να νιώθει τους παλμούς της κάτω από το δέρμα της, και να ξέρει πως είναι ακόμα ζωντανή. 

Έμειναν ακίνητοι για λίγο, κοιτώντας το κατεστραμμένο αμάξι. Η ησυχία της νύχτας τους κατάπιε, τα χείλια της φιλούσαν τα πάντα εκτός από αυτούς, επειδή οι προβολείς του αμαξιού ακόμα χαμογελούσαν, σηκώνοντας το σκοτάδι με τη χρυσή θολούρα τους. 

"Τι θα κάνουμε τώρα;"ρώτησε. "Κυνηγούσαμε τα αστέρια, και τώρα δεν μπορούμε να τα κυνηγάμε άλλο."

"Τώρα," είπε εκείνος, "Περιμένουμε. Περιμένουμε για ένα αμάξι, για τον ήλιο, ενώ κοιτάμε πάνω. Επειδή αγαπημένη μου, νομίζω πως έχουμε βρει τα αστέρια." φίλησε το μέτωπό της, και έδειξε προς τον ουρανό, και τους εκατοντάδες αστερισμούς από πάνω τους. 

Είχε το χέρι του γύρω της, και το κεφάλι της ξεκουραζόταν στον ώμο του. Καθόντουσαν μπροστά από το αμάξι, γελώντας, μιλώντας, ονειρεύοντας. Έπαιζε με τα λεπτά χέρια της, το άγγιγμά του τόσο απαλό που τα ακροδάχτυλά τους ίσα που φιλιόντουσαν. Εκείνη μούγκριζε ένα νανούρισμα που είχα μάθει κάτω από τις ανθισμένες μηλιές της Νορβηγίας, ή ίσως την πέτρινη επιφάνεια των Ισπανικών σκαλιών, δεν θυμόταν, αλλά το τραγούδησε έτσι κι αλλιώς. Η φωνή της υψώθηκε και έμοιαζε με την τελευταία ανάσα του καλοκαιριού, χαϊδεύοντας μαλακό δέρμα και φιλώντας χλωμά χείλια, αφήνοντας μερικά νεκρά φύλλα καθώς περνούσε. Έκατσαν έτσι για λίγο, μέχρι που το θερινό αεράκι έσβησε. 

Μαλακός ύπνος φώναξε το όνομά της, και τα μάτια της κολύμπησαν στα μωβ λουλούδια από κάτω τους. Τα κοίταξε μέσα από τη θολούρα του ύπνου, και συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε μόνο ένα είδος λουλουδιού που φύτρωνε εκεί, υπήρχαν εκατοντάδες. Ήταν λες και η ίδια η φύση είχε φτιάξει ένα μπουκέτο από τα αγαπημένα της λουλούδια. Η Αδελαίδα ένιωθε τα περισσότερο από τα ονόματά τους στην άκρη τη γλώσσας της, αλλά ένα από αυτά δεν είχε σχηματιστεί στο μυαλό της. Το είχε ξαναδεί, όταν τα βρόμικα χέρια της πότιζαν τα λουλούδια στο θερμοκήπιο, αλλά τώρα το όνομα είχε ξεχαστεί, είχε αφεθεί σε μι άλλη εποχή. 

Αναστέναξε, και άφησε το κεφάλι της να πέσει στην ποδιά του, η βελούδινη κουβέρτα του ύπνου έπεφτε πάνω στα μάτια της. Αλλά με το που κουνήθηκε, ένα μικρό μουγκρητό άφησε τα χείλη της. Άλλαξε θέση, τα ντελικάτα της χέρια έπεσαν δίπλα της. 

"Είσαι εντάξει;" ρώτησε εκείνος, σμίγοντας τα φρύδια του.Τα μαλλιά της έπεφταν στα μάτια της, και καθώς ο Χάρι τα έδιωχνε μακριά, είδε το πρόσωπό της μορφασμένο από τον πόνο. Οι βλεφαρίδες της ξεκουράζονταν στα ζυγωματικά της, και τα δόντια της έσκαβαν τα χείλια της, το ροζ χρώμα τους σιγά σιγά ξεθώριαζε σε άσπρο. 

"Ναι. Είναι απλώς τα πλευρά μου," είπε, πιάνοντας το χέρι του και ισιώνοντας την πλάτη του, προσπαθώντας να κάτσει ανάμεσα στα λουλούδια. Οι μικροί της ώμοι ήταν σκληροί, κινούμενοι με κινήσεις κάποιου που προσπαθεί να αποφύγει τον πόνο. Για μια στιγμή, προσπάθησε να του χαμογελάσει, τα αστέρια από πάνω αντανακλούνταν στα μάτια της, αλλά μετά το χαμόγελο έλιωσε μακριά. 

"Βασικά, όχι. Δεν ξέρω." Η φωνή της έτρεμε, νερό γέμιζε στα μάτια της. "Μπορείς να τα κοιτάξεις;" Εκείνος έγνεψε, και τα δάχτυλά του άφησαν τα δικά της. 

Αργά, απαλά. για να μην προκαλέσει πόνο, σήκωσε το πουλόβερ της. Ίντσα-ίντσα, το δέρμα της αποκαλύφθηκε, και στο σκοτάδι της νύχτας, δεν έμοιαζε ποτέ πιο χλωμή. Τα χρώματα της τέχνης της χτυπούσαν πάνω στον λευκό καμβά, η πεταλούδα στο στομάχι της χτυπούσε τα μεταξένια φτερά της καθώς έπαιρνε μικρές ανάσες. Ο Χάρι χαμογέλασε καθώς την είδε, θυμήθηκε τη μέρα που είχε πρωτοπερπατήσει στο μουσείο που ήταν το σώμα της, αλλά μετά το πουλόβερ της έφτασε τον προορισμό του, το μαλακό δέρμα φιλούσε το δέρμα της για να το αποχαιρετήσει, και ο Χάρι δεν μπορούσε πια να χαμογελάει. 

"Ω," είπε η Αδελαίδα. "Αυτό είναι κρίμα." Το κεφάλι της έπεσε πίσω στα πόδια του, και τα μάτια της προσγειώθηκαν στο μικρό λουλούδι του οποίου το όνομα έμοιαζε να είχε ξεχάσει. Ήταν μικρό και μωβ, ακριβώς όπως το χρώμα που τα σπασμένα της πλευρά είχαν επιβάλλει στο δέρμα της. Θυμήθηκε το όνομα τώρα. Κύλησε στην άκρη της γλώσσας της σαν τα δάκρυα από τα μάτια της· ήταν ένας αστήρας, και ήταν όμορφα τραγικό. 

Ο Χάρι τοποθέτησε ένα απαλό χέρι πάνω στην μωβ σκιά που γέμιζε κάτω από το δέρμα της, δεν ήταν μεγαλύτερη από την παλάμη του, αλλά τα χρώματα του γαλαξία που στροβιλίζονταν μαζί ήταν τόσο σκούρα, που ήξερε πως υπήρχε μια μαύρη τρύπα στο κέντρο. Κατοικούσε εκεί, ακριβώς κάτω από τα δάχτυλά του, με ένα στέμμα σπασμένου μετάλλου που ήταν η καρδιά της, και καθώς το κοίταζε ήξερε. Ήξερε πως τα αστέρια στα μάτια της θα καταπίνονταν από αυτήν. 

"Αδελαΐδα," είπε. "Αδελαΐδα, σε παρακαλώ κοίτα με." Η φωνή του ήταν σπασμένη, και τα μάτια της αρνήθηκαν να συναντήσουν τα δικά του. Ανέπνεε αργά, απελπισία γέμιζε τα πνευμόνια της με κάθε ανάσα, και το κεφάλι της ήταν γυρισμένο μακριά του, οι υγρές βλεφαρίδες της κρέμονταν βαριές από τα μάτια της. "Αδελαΐδα, παρακαλώ, παρακαλώ, παρακαλώ, κοίτα με." Ένιωσε την δύναμη της μαύρης τρύπας να τραβάει την ψυχή του, και κρυσταλλοποιημένα δάκρυα σχηματίστηκαν στα μάτια του. 

"Όλα θα πάνε καλά." Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Ήταν λες και τα πνευμόνια του ήταν γεμάτα πορφυρό αίμα, που σιγά σιγά τον έπνιγαν και τα λουλούδια που μεγάλωναν μέσα του. "Θα έρθει ένα αμάξι, και θα μας βρει βοήθεια, και θα είμαστε καλά. Θα είσαι καλά." Έλεγε ασυναρτησίες, οι λέξεις χύνονταν από το στόμα του πιο γρήγορα από όσο μπορούσαν τα χείλια του να τυλιχτούν γύρω τους. 

Καθώς μιλούσε, εκείνη τέντωσε το χέρι της και έκοψε το λουλουδάκι από το πράσινο κρεβάτι του. Ξεκουραζόταν στο χέρι της, τόσο μικρό, τόσο εύθραυστο, τόσο καθορισμένο. Το κοίταξε για λίγο, εξετάζοντας κάθε πέταλο, νιώθοντας το κοτσάνι ανάμεσα στα δάχτυλά της, και μετά τελικά κοίταξε τον Χάρι. 

"Το να πεθάνεις, θα ήταν μια απίστευτη εμπειρία," είπε, και έβαλε το λουλούδι πίσω από το αυτί του. Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό του καθώς ένιωσε τα δάχτυλά της να αγγίζουν το δέρμα του, και χαμογέλασε λίγο στα λόγια της. 

"Όχι Άντυ. Το να ζήσεις, θα ήταν μια απίστευτη εμπειρία." Φίλησε την παλάμη της, και είδε τη σκιά ενός χαμόγελου να παίζει στα χείλη της. Ένα ελαφρύ αεράκι τους φύσηξε, σηκώνοντας τα μαλλιά της στον αέρα, και εκείνος είδε ένα μικρό αστέρι να λάμπει μέσα στα μάτια της. Μεγάλωνε και μεγάλωνε, μέχρι που όλο το πρόσωπό τη έλαμπε, το φως της φώτιζε τη νύχτα. Ένα γέλιο απογειώθηκε από τα χείλια της, και προσγειώθηκε στα δικά του σαν πουπουλένιο φιλί. 

"Αν το λες εσύ," ανάσανε, και ξαφνικά η νύχτα δεν έμοιαζε τόσο σκοτεινή. 

Τα αστέρια πάνω τους συνέχισαν το ταξίδι τους στον ουρανό, και τα μάτια του σύντομα κολυμπούσαν στον ύπνο. Ένιωθε τα μαλακά χέρια της να πλέκουν λουλούδια στα μαλλιά του· λευκά τριφύλλια, και μυρτιά, πανσέτες και αστήρες. Η Αδελαΐδα χαμογελούσε τώρα, δάκρυα στέγνωναν στα μάγουλά της. Είχε τόσο παράξενο χαμόγελο. Ήταν λες και τα ίδια τα χείλια της κρατούσαν την υπόσχεση της περιπέτειας, λες και εκεί, στη γωνία του στόματός της, βρισκόταν το μονοπάτι προς μια κρυμμένη γη. Ο Χάρι την φίλησε, και για μια στιγμή, τον άφησε μέσα στον αιθέριο κόσμο που ήταν η ψυχή της. 

Της χαμογέλασε, και έπλεξε τα λευκά λουλούδια στα μαλλιά της. Για μια στιγμή, ήταν τόσο χαμένος στις πισίνες των ματιών της, που δεν είδε τα φώτα του αυτοκινήτου που έλαμπαν καθώς τους πλησίαζαν. 

"Χάρι κοίτα!" Είπε, ένα τρεμάμενο δάχτυλο έδειχνε τα χαμηλά αστέρια. "Ένα αμάξι,"

Κοίταξε πάνω καθώς το φως έπεσε στο πρόσωπό του, και για μια στιγμή, τυφλώθηκε εντελώς. Το λευκό του φωτός εκείνης της στιγμής έρεε μέσα στα μάτια του, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να δει. Η Αδελαΐδα τον είδε να σηκώνεται, και ένιωσε τη ζεστασιά του κορμιού του να την αφήνει. Ο Χάρι έτρεχε, οι μύες στα πόδια του πονούσαν καθώς πίεζαν το πάτωμα μακριά του. Τα μαλλιά του έρεεαν στο πρόσωπό του, οι σκούρες μπούκλες του κολλούσαν στον λαιμό του καθώς πλησίαζε το μαύρο αμάξι. Η Αδελαΐδα μπορούσε να τα δει όλα, μέχρι που τα μάτια της τυφλώθηκαν απ' το φως, και δεν μπορούσε να δει πια. 

"Σταμάτα!" φώναξε. απελπισία έπεφτε από τη φωνή του. "Παρακαλώ σταμάτα!" Κουνούσε τα χέρια του στον αέρα καθώς έτρεχε, Η φωνή του χάθηκε στη νύχτα, και καθώς ούρλιαζε, είχε τα καφέ μάτια της γυναίκας στο αμάξι να γεμίζουν φόβο. Πάτησε το φρένο με δύναμη τόσο έντονη που μπορούσε να νιώσει τη μυρωδιά καμένου καουτσούκ να γαργαλάει τη μύτη του. Ανέπνεε έντονα, τα πνευμόνια του αγωνίζονταν να ανταπεξέλθουν στον ρυθμό της καρδιάς του καθώς εκείνη κατέβαζε το παράθυρό της με ένα μπερδεμένο βλέμμα στο πρόσωπό της. 

"Σε παρακαλώ, πρέπει να βρεις βοήθεια." Δεν μπορούσε να ανασάνει, αλλά δεν τον ένοιαζε, οι λέξεις έπρεπε να πετάξουν στη νύχτα, όσο σπασμένα και να ήταν τα φτερά. "Έγινε ένα ατύχημα και η, και η- η Αδελαΐδα έχει χτυπήσει. Χρειάζεται βοήθεια, ή αλλιώς... Σε παρακαλώ, παρακαλώ βρες βοήθεια." Η γυναίκα στο αμάξι κοίταξε το σγουρομάλλικο παιδί· οι μελανιασμένες αρθρώσεις του γράπωναν το παράθυρο τόσο δυνατά που φοβόταν πως θα έσπαγε. Τα μάτια του ήταν ένα δάσος που καιγόταν, μπορούσε να δει τα πράσινα δέντρα να καταβροχθίζονται από τις κόκκινες φλόγες. Δάκρυα έρεαν στα μάγουλά του, αλλά δεν κουβαλούσαν αρκετό νερό για να σβήσουν την θυμωμένη πυρκαγιά μέσα του. 

"Ναι," είπε, "Φυσικά θα φέρω βοήθεια." Το αγόρι ψιθύρισε ένα ευχαριστώ, και καθώς  οδηγούσε μακριά, εκείνη ήξερε πως οι πληγές που τα μάτια του είχα αφήσει στο δέρμα της δε  θα έκλειναν ποτέ. 

Δεν έμεινε αρκετά για να δει τους προβολείς να εξαφανίζονται στη νύχτα, γιατί έτρεχε ξανά, αυτή τη φορά προς την Αδελαΐδα.

"Αδελάΐδα" είπε, γονατίζοντας δίπλα της. "Θα μας φέρει βοήθεια, θα γίνεις καλά." Εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο πλάι, το πρόσωπό της μισοκρυμμένο από τα χέρια της. "Αδελαΐδα;" ψιθύρισε, αργά αφαιρώντας τα χέρια της από το πρόσωπό της. Έβαλε ένα χέρι στο μάγουλό της, καμαρώνοντας το μαλακό, ζεστό δέρμα. "Αδελαΐδα," είπε ξανά, αλλά εκείνη δεν απάντησε, επειδή τα μάτια της ήταν ήδη κλειστά. 

"Όχι, όχι, όχι." έκλαψε. "Αδελαΐδα, σε παρακαλώ. Θα φέρει βοήθεια, θα γίνεις καλά." Τα λουλούδια στα μαλλιά της ήταν ακόμα φρέσκα. Του χαμογελούσαν λες και δεν ήξεραν πως ήταν ήδη νεκρά, λες και δεν μπορούσαν να νιώσουν πως τα κοτσάνια τους είχαν σκιστεί στα δύο, μόνο για να διακοσμήσουν τα μαλλιά ενός κοριτσιού με αστέρια στα μάτια της, λες και δεν ένιωθαν πόνο. 

Την πήρε στα χέρια του και την φίλησε, και για μια στιγμή, τα μόνα που έμειναν στον κόσμο ήταν χείλη ενάντια σε χείλη και καρδιά ενάντια σε καρδιά. Για μια στιγμή, ήταν πίσω σε κείνο το θερμοκήπιο εκείνη την ηλιόλουστη μέρα της άνοιξης, όπου είχαν πρωτοεπιστεφτεί τις ρίζες των λουλουδιών, και τον είχε φιλήσει για πρώτη φορά. Τώρα τον φίλησε ξανά, και ένιωσε τα σκασμένα χείλια του τόσο τέλεια πάνω στα δικά της. Ένας αναστεναγμός της ξέφυγε, και έμπλεξε τα δάχτυλά της στα  λουλουδένια μαλλιά του. Εκείνος έλιωσε στα χέρια της, και ένας λυγμός ανέβηκε στον λαιμό του. 

Απομακρύνθηκε από κείνη, ένα χαμόγελο αναμείχθηκε στα δάκρυά του. Χαμογελούσε και κείνη, αλλά όταν το όνομά του έπεσε από τα χείλη της, είδε πως τα αστέρια στα μάτια της ακόμα ξεθώριαζαν. 

"Χάρι," είπε εκείνη, και άφησε τα δάχτυλά της μα γλιστρήσουν στο σαγόνι του πριν αγκαλιάσει το μάγουλό του στα χέρια της. Της σήκωσε την μπλούζα, και για άλλη μια φορά βρέθηκε αντιμέτωπος με τον γαλαξία. Είχε μεγαλώσει, και τώρα ούτε τα δάχτυλά του δεν μπορούσαν να τον πιάσουν όλο. Έσμιξε τα φρύδια του και δάγκωσε τα χείλια τους καθώς προσπάθησε να καταπιεί τα δάκρυά του. Καιγόταν και πνιγόταν ταυτόχρονα, γιατί τα αστέρια στα μάτια της πέθαιναν, όπως και αυτή. 

"Χάρι." Το όνομά του. Αυτό είπε μόνο, αλλά εκείνος νόμιζε πως ήταν το πιο όμορφο τραγούδι στον κόσμο. Οι τόνοι βούτηξαν στην καρδιά του και έρευσαν στις φλέβες του. Έκαψαν το δέρμα του και πότισαν τα λουλούδια στα μαλλιά του· γιατί ήταν ένα "σ'αγαπώ" και ένα "αντίο" ταυτόχρονα. 

"Σύντομα," είπε. "Ο ήλιος θα σηκωθεί πάνω από τα δέντρα, και θα τον δεις.Θα τον δεις, γιατί ξέρω, πως μπορεί τα αστέρια στα μάτια σου να ξεθωριάσουν, αλλά ο ήλιος στην καρδιά σου δεν θα σταματήσει ποτέ να λάμπει."

Το αγόρι και το κορίτσι κάθισαν εκεί, κολυμπώντας σε μια θάλασσα μωβ λουλουδιών, περιμένοντας, περιμένοντας, περιμένοντας. Το αγόρι είχε μελανιές στις κλειδώσεις του, και δάκρυα στα μάγουλά του. Το κορίτσι είχε έναν καμβά λευκού δέρματος, και έναν κουβά κόκκινης μπογιάς για να τον βάψει μπλε. Αλλά και οι δύο είχαν λουλούδια στα μαλλιά τους, και "σ'αγαπώ" στα χείλη τους, ενώ περίμεναν, περίμεναν, περίμεναν να ανατείλει ο ήλιος. 

Η βελούδινη νύχτα έγινε γκρίζα και άσπρη, και σύντομα πουλιά τραγουδούσαν στα δέντρα. Είχε έρθει το πρωί, με φρέσκο πρόσωπο και ροζ μάγουλα, και δεν χρειαζόταν να περιμένουν άλλο. 

"Κοίτα, Αδελαΐδα, ο ήλιος," Το σγουρομάλλικο αγόρι είπε. "Ο ήλιος ανατέλλει."

"Τον βλέπω," το χρυσαφένιο κορίτσι ψιθύρισε, αλλά ποτέ δεν είδε τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από τα σύννεφα· τον είδε να αντικατοπτρίζεται στα πράσινα μάτια του. 

Ο θρύλος λέει πως τους βρήκαν εκείνο το πρωί, όταν η ομίχλη ακόμα κολλούσε στα μωβ πέταλα, και τα αστέρια στα μάτια της είχαν σβήσει. Κανένας δεν ήξερε τι είχε συμβεί, αλλά ακόμα τα λουλούδια που είχαν φυτρώσει μέσα στα όμορφα στήθη τους ταξίδευαν από χείλη σε χείλη, μέχρι που μάραινα μακριά και έγιναν σκόνη. Και έτσι η Αδελαΐδα έγινε ένας αστικός θρύλος. Μια προειδοποίηση. Μια πρόκληση· κάποιος που ο κόσμος έλεγε στα μικρότερα αδέρφια τους όταν ήθελαν να περηφανευτούν για το πόσο τέλειο ήταν να είσαι έφηβος. Οι λεπτομέρειες και το τέλος πάντα θα άλλαζαν, αλλά το συμπέρασμα ήταν πάντα ότι· "Αυτό το κορίτσι είχε σοβαρά daddy issues."

Eπειδή κανείς δεν ήξερε. Κανένας δεν ήξερε για τα λουλούδια στα στήθια τους. Κανένας δεν ήξερε για τις χρυσαφένιες πεταλούδες στις καρδιές τους. Κανένας δεν ήξερε για το σπασμένο θερμοκήπιο ή την ανθισμένη κερασιά. 

Κανένας δεν ήξερε. Εκτός από σένα, εμένα, και ένα σγουρομάλλικο αγόρι με δέντρα που καιγόντουσαν στα μάτια του. 

ΤΕΛΟΣ

Continue Reading

You'll Also Like

148K 13.1K 100
O Zayn και η Bella... Δυο διαφορετικοι ανθρωποι, μα τοσο ιδιοι ταυτοχρονα.. Θα τους παρει πολυ χρονο μεχρι να καταλαβουν τι ειναι γραφτο για αυτους...
270K 13.9K 83
Εκείνο το καλοκαίρι θα άλλαζαν όλα. Εκεινο το καλοκαίρι θα μου μάθαινε πολλά.
102K 10.5K 54
He promised forever in a world where even life is temporary.
142K 14.4K 87
Ένα κορίτσι μου είπε κάποτε να προσέχω όταν προσπαθώ να φτιάξω ένα ραγισμένο άτομο γιατί μπορεί να κοπώ ο ίδιος στις αιχμηρές του άκρες. (k.w.) ~~~...