Η Αδελαΐδα παρακολουθούσε την μητέρα της να φτιάχνει πρωινό, ήταν νωρίς, και η αυγή δεν είχε ακόμα περάσει τα ροδαλά δάχτυλά της από τα μάγουλά τους. Παρακολουθούσε τους σκληρούς μυς στην πλάτη της μητέρας της να κουνιούνται καθώς εκείνη έσπαγε αβγά στο τηγάνι, και ένιωθε την μυρωδιά του μπέικον να παίζει στη μύτη της καθώς τσιγαριζόταν στο τηγάνι.
Αυτό το συγκεκριμένο πρωί, η Αμπιγκέιλ δεν έφτιαξε το συνηθισμένο της smoothie, αντί γι αυτό είχε αποφασίσει να φτιάξει ένα πλήρες πρωινό με αβγά και ψημένο ψωμί και μπέικον. Θύμιζε στην Αδελαΐδα τότε που ήταν παιδί, τότε που κάθε πρωί θα άρχιζε με ένα σωστό πρωινό, τότε που γελούσε μαζί με τη μητέρα της αντί να τσακώνεται μαζί της, τότε που ήταν μόνο οι δυο τους σε αυτό το σπίτι. Της θύμιζε μια εποχή πριν η μητέρα της αρχίσει να φέρνει σπίτι αγόρια που η ηλικία τους ήταν η μισή της δικής της. Και για μια στιγμή, ήταν όλα όπως τότε.
"Είσαι υπερβολικά χαρούμενη σήμερα," η Αδελαΐδα είπε καθώς η μητέρα της σφύριζε τραγουδιστά μαζί με το ράδιο. "Λοιπόν, είμαι σε καλή διάθεση."η Αμπιγκέιλ απάντησε και έβαλε ένα πιάτο μπροστά από την κόρη της. Οι δυο γυναίκες κάθισαν, τρώγοντας στην ησυχία για λιγάκι, καθώς ο ήλιος ανέτειλε πάνω από τις κορυφές των δέντρων έξω από το παράθυρο, και και τις έλουζε με χρυσαφένιο φως.
"Θυμάσαι;"η Αμπιγκέιλ είπε, "...όταν ήσουν μικρή, και πάντα παραπονιόσουν που το μπέικον δεν ήταν αρκετά τηγανισμένο."
"Ναι, και εσύ έλεγες πως ήταν τηγανισμένο όσο πρέπει, αλλά μετά το δοκίμαζες και συμφωνούσες μαζί μου." η Αδελαΐδα γέλασε, και οι δύο γυναίκες χαμογέλασαν καθώς ένα πέπλο νοσταλγίας απλώθηκε στο πρόσωπό τους.
"Σου λείπει ποτέ;"η μητέρα ρώτησε την κόρη. "Το να είμαστε οι δυο μας;" η ερώτηση δεν ήταν αυτή που η Αδελαΐδα περίμενε να ακούσει από τη μητέρα της, και υποψιαζόταν πως δεν το ρώτησε τυχαία. Κάτι βαρύ κρυβόταν πίσω της, μπορούσε να το νιώσει από τον τρόπο που μιλούσε η μητέρα της, λες και ο τρόπος που τα χείλη της τυλίγονταν γύρω στις λέξεις αντιπροσώπευε ένα γεμάτο πιστόλι.
"Ναι," απάντησε, και ήταν γεμάτη με το αίσθημα ότι τα λόγια της δεν ήταν αληθινά. Της έλειπε στ' αλήθεια να είναι μόνη με τη μητέρα της; Ευχόταν στ΄αλήθεια να πάει πίσω στον καιρό που ένιωθε άσχημα που δεν έμενε σπίτι να κάνει παρέα στη μητέρα της κάθε βράδυ; Θυμόταν στ' αλήθεια πώς ήταν, το να είναι μόνο οι δυο τους;
"Αλλά συμπαθείς τον Χάρι, σωστά;" η Αμπιγκέιλ ρώτησε, και η Αδελαΐδα ένιωσε τις πεταλούδες στην καρδιά της να χτυπάνε τα φτερά τους στο άκουσμα του ονόματός του.
"Ναι," η φωνή της έτρεμε καθώς απάντησε την ερώτηση. Το να μιλάνε γι αυτόν έμοιαζε τόσο ξένο, ένιωθε λες και η φωνή της δε μπορούσε να κουβαλήσει τις λέξεις, λες και η καρδιά της φοβόταν να αρθρώσει τις λέξεις γιατί μπορούσε να ανοίξει και να ξεχειλίσει χρυσός και πεταλούδες από τα μάτια και το στόμα της. "Και σένα πρέπει να σου αρέσει, δεν θα κρατούσε τόσο πολύ αν δεν σου άρεσε. Πρέπει να πάει για ρεκόρ, πόσο είναι είπαμε; Πέντε μήνες; Έχει ακόμα δρόμο αν θέλει να περάσει εκείνον τον ξανθό." τα λόγια έπεσαν από το στόμα της σαν νερό σε καταρράκτη, και δεν μπορούσε να τα σταματήσει από το να βγουν. Δάγκωσε το χείλος της, περιμένοντας την απάντηση της μητέρας της, ξέροντας πως είχε ξεφύγει από τα όρια.
Ο αέρας έμοιαζε να είχε ρουφηχτεί από το δωμάτιο καθώς περίμενε την απάντηση, προετοιμάστηκε για τις παγωμένες λέξεις που ήξερε πως θα πέσουν πάνω, και τα νεκρά μάτια που θα έπεφταν στα δικά της, τραβώντας έξω την φωτιά που έκαιγε μέσα τους. Αλλά όλα αυτά δεν ήρθαν, αντί γι αυτό η μητέρα της άφησε ένα γέλιο από την καρδιά της και είπε: "Ναι, μου αρέσει πολύ, ίσως παραπάνω από όσο μου άρεσε ο ξανθός, και σίγουρα πάει για ρεκόρ, αν γίνεται."
Η Αδελαΐδα σχεδόν ευχήθηκε η μητέρα της να της είχε πετάξει εκείνα τα παγωμένα λόγια αντί για αυτό, θα την πλήγωνε λιγότερο από το καυτό νερό που της έριξε τώρα, αφήνοντας εγκαύματα ενοχής σε όλο το σώμα της.
"Αλλά χαίρομαι που σου αρέσει και σένα," η Αμπιγκέιλ είπε. "Κάνει όλο αυτό το πράγμα ευκολότερο." Η μεγαλύτερη από τις δύο γυναίκες άφησε το μαχαίρι και το πιρούνι της, πριν να πει τις λέξεις που η νεαρότερη φοβόταν πως θα χρωμάτιζαν τη ζωή της σε ψυχρά μπλε χρώματα, αλλά αντί γι' αυτό της έδωσε έναν κουβά κίτρινη μπογιά, έτσι ώστε να χρησιμοποιήσει το δικό της πινέλο για να ολοκληρώσει την ζωγραφιά.
"Μου δόθηκε η υπόθεση The House Of Glass, ξέρεις, η έδρα τους είναι στη Μπρίστολ. Αυτή είναι μια τεράστια ευκαιρία για μένα, αλλά δυστυχώς απαιτεί να περάσω μερικές νύχτες μακριά από δω." καθώς μιλούσε, η φωνή της Αμπιγκέιλ μεταμορφώθηκε από μία μάνας να μιλάει σε κόρη, σε μια ενός επιχειρηματία που μιλάει σε πελάτη. "Αυτό θα οδηγήσει στο να μένεις μόνη στο σπίτι παραπάνω από όσο θα ήθελα, αλλά εφόσον ο Χάρι θα είναι εδώ, και εσείς τα πάτε κάπως καλά μεταξύ σας, δεν νομίζω να είναι πολύ μεγάλο πρόβλημα." καθώς οι σκληρές λέξεις άφηναν το στόμα της μητέρας της, η Αδελαΐδα ένιωσε τα εγκαύματα από τα προηγούμενα λόγια της να γιατρεύονται, και το ροζ, νέο δέρμα της έλαμπε στον πρώιμο ήλιο του πρωινού.
"Νομίζω,¨η Αδελαΐδα άρχισε να λέει, αλλά οι λέξεις της κόλλησαν στον λαιμό της μόλις ο Χάρι μπήκε στην κουζίνα. Φορούσε ένα κίτρινο μπλουζάκι, και τα σγουρά μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, αλλά τα μάτια του έλαμπαν με το φως χιλιάδων ήλιων.
"Καλημέρα δεσποινίδες," είπε, και άφησε ένα γρήγορο φιλί στο μέτωπο της Αμπιγκέιλ.
"Καλημέρα Χάρι." η Αμπιγκέιλ είπε, και εκείνος έκατσε δίπλα της. "Μόλις τώρα έλεγα στην Αδελαΐδα για την υπόθεση The House Of Glass, και τους κανονισμούς για το μέλλον."
"Α, ναι. Μην ανησυχείς Άμπι, νομίζω πως θα είμαστε μια χαρά." κοίταξε την Αμπιγκέιλ καθώς άφησε τις λέξεις να πέσουν από το στόμα του, αλλά κάτω από το τραπέζι, τα δάχτυλά του ήταν ενωμένα με αυτά του κοριτσιού που έβαφε τον ουρανό του κίτρινο, και ξεπερνούσε την λάμψη του ήλιου στα μάτια του.
Αργότερα εκείνη την εβδομάδα, όταν η Αμπιγκέιλ ετοίμαζε το νεσεσέρ για την βαλίτσα της, μπορεί να πήρε την οδοντόβουρτσά της, αλλά τους άφησε την ελευθερία τους, και έναν ολόκληρο κουβά κίτρινης μπογιάς.