Βιαστικές αποφάσεις

19 3 2
                                    

Τους τελευταίους μήνες πολλά αναπάντεχα είχαν συμβεί, όχι μόνο στο παλάτι, αλλά και στις πόλεις και τα απομακρυσμένα χωριά. Ορκ-επιδρομείς, άγνωστοι καβαλάρηδες που έμοιαζαν να έχουν απλώθει παντού στο βασιλειο, και εδω και λίγες εβδομάδες, ξωτικά των νοτίων περιοχών του δάσους που κατέφυγαν στα γειτονικά τους κράτη για να γλυτώσουν τις επιθέσεις των σκοτεινών πλασμάτων. Όσοι από αυτούς κατάφερναν να φτάσουν στον προορισμό τους, έφερναν μαζι τους ιστορίες πόνου και αγωνίας, που άφηναν τα παιδιά ξάγρυπνα και  έκαναν την ραχοκοκκαλιά να ανατριχιάζει.

Εξαιτίας λοιπόν όσων συνέβαιναν, ο χρόνος πέρασε σαν αστραπή και, οταν έπεσε το πρώτο χιόνι , όλοι φάνηκαν να παραξενεύονται. Όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, το μυαλό προσπάθησε να γραπωθεί από αναμνήσεις πιό ανέμελων ημερών, από φθινοπωρινές γιορτές και χορούς ανάμεσα στα δέντρα.

Η Έθελ περπατούσε μόνη της, παραπατώντας που και που στο σκεπασμένο απο τα χιόνια μονοπάτι, κουβαλώντας ένα καλάθι με φρεσκοπλυμμένα ρούχα. Δυστυχώς οτι καιρό και να έκανε κάποια πράγματα έμεναν ίδια. Δεν την πείραζε. Δούλευε στο παλάτι αρκετά χρόνια τώρα, και είχε μάθει να της αρέσει η σιγουριά που ένιωθε. Κοίταξε γύρω της και αναστέναξε, δημιουργώντας συννεφάκια υδρατμών. Δεν συμπάθησε ποτέ το κρύο, πάντα την έκανε να νιώθει ένα σφίξιμο στην καρδιά, σαν αυτό που της προκαλούσε  η σιωπή του άδειου  μονοπατιού. Είχε πάψει να εμπιστεύεται την γαλήνη και την ησυχία εδώ και χρόνια.

Κάποιες φίλες της  υπηρέτριες της πρότειναν να έρθει μαζι τους να πλύνουν στην πηγη, για να ξεχαστει  λίγο, αλλά αυτή καθυστέρησε και τους είπε να ξεκινήσουν, πως θα τους προλάβαινε.
Αναρωτήθηκε γιατί δεν τις εβρισκε τωρα. Όχι πως θα χανόταν, έβλεπε τις πατημασιές στο χιόνι και εξάλλου το μονοπάτι ξεχώριζε από τα δέντρα. Μόνο να μην είχε μείνει μόνη. Ένιωσε μάτια να την παρακολουθούν και νόμισε πως άκουσε βήματα πισω της. Άρχισε σχεδόν να τρέχει. Και τα βήματα έγιναν γρηγορότερα.

Ξαφνικά δάχτυλα τυλίχτηκαν γυρω απο το μπράτσο της και την σταμάτησαν. Έκανε να τιναχτεί και να  κλωτσησει τον άγνωστο , αλλά τελευταία στιγμή σήκωσε το βλέμμα και τον αναγνώρισε. Ήταν ο Θραντουιλ.

- Ηρέμησε, είπε ξεπνοα θέλοντας να αποφύγει το χτύπημα, ηρέμησε... Χαμογέλασε λίγο και πρόσθεσε, "Εγώ είμαι μοναχά".

Η κοπέλα χαλάρωσε λίγο αλλά η φωνή της ήταν ψυχρή.
-Γιατί να το κάνεις αυτό;

Τώρα ο πρίγκηπας έμοιαζε έκπληκτος, ίσως απογοητευμένους. Μετά από τόσο καιρό που δεν κατάφερε να την συναντήσει,  περίμενε πιο θερμό καλωσόρισμα. Το χαμόγελο έσβησε.
- Σκέφτηκα... σκέφτηκα ότι θα χαιρόσουν να με δεις. Συγχώρα με.

Τα Χρονικά του ΔάσουςWhere stories live. Discover now