ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14: Αναπάντεχα νέα!

43 7 0
                                    

Ξημέρωσε και η Ελπίδα κατέβηκε κάτω για το καθημερινό πρωινό στο τραπέζι μαζί με την μητέρα της. Δεν είχε όρεξη ούτε να φάει, έπαιζε με το φαγητό στο πιάτο της. Η μητέρα της πρώτη φορά την έβλεπε έτσι δεν ήξερε τι συνέβει στο κοριτσάκι της και αποφάσισε να ανοίξει κουβέντα.

'' Ελπίδα μου μήπως συμβαίνει κάτι; Μήπως θες να συζητήσουμε κάτι; ''

'' Θα συζητήσουμε άλλη στιγμή τώρα πρέπει να φύγω για την σχολή '' σηκώθηκε και πήρε την τσάντα της.

'' Μα δεν έφαγες πρωινό που πας έτσι; ''

'' Δεν έχω όρεξη '' άνοιξε την πόρτα και έφυγε.

   Εφτασε μετά από λίγη ώρα στην σχολή. Συνάντησε τα αγόρια που ήταν μαζί με την Λουκία και ούτε γεια δεν της είπαν, την κοιτούσαν με μισό μάτι. Ένιωθε μοναξιά όλη την ημέρα. Όταν επιτέλους τελείωσε αυτή η βασανιστική μέρα πήγε να μιλήσει στον Γιώργο.

'' Πρέπει να μιλήσουμε ''

'' Δεν έχουμε να πούμε κάτι πλέον '' της είπε και δεν ούτε βλέμμα δεν της έριξε.

'' Έχω εγώ. Σε παρακαλώ! ''

Γύρισε την κοίταξε για κάτι δευτερόλεπτα και προχώρησαν μαζί έξω από την σχολή.

'' Σε ακούω ''

'' Λογικά σου είπε η Λουκία...''

'' Μου είπε ότι κάτι μέρες τώρα έχεις άλλον και είσαι κολλημένη με αυτόν και προφανώς ότι με κεράτωνες και δεν ήθελα καν να το πιστέψω. Με άφησες χωρίς καν να μου το πεις πως μπόρεσες και μου το έκανες αυτό; Είμαι σκατά ψυχολογικά και φταις εσύ '' τα μάτια του είχαν βουρκώσει.

'' Δεν έπρεπε να γίνει έτσι ότι και να πεις έχεις δίκιο. Συγνώμη! '' του χάιδεψε το μπράτσο όμως εκείνος τραβήχτηκε.

'' Με μια συγνώμη δεν αλλάζεις τα πράγματα '' είπε και έφυγε. Τον βρήκαν μετά από λίγο τα παιδιά και έφυγαν μαζί, η Ελπίδα έμεινε εκεί μόνη της την έπιασαν τα κλάμματα και μια ζαλάδα της ήρθε μάλλον από την πίεση. Όταν σηκώθηκε για να φύγει άρχισε να ζαλίζεται περισσότερο κρατήθηκε από τα κάγκελα μα δεν μπόρεσε τα μάτια της έσβησαν και γύρω της επικρατούσε το σκοτάδι.

'' Μια κοπέλα λιποθύμησε φωνάξτε βοήθεια ''

Η Ελπίδα βρισκόταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου η μητέρα της ήταν δίπλα της όλη την ώρα, της κρατούσε το χέρι. Όταν άρχισε να ανοίγει σιγά σιγά τα μάτια της η μητέρα της την ρώτησε πως αισθάνεται εκείνη είπε πως νιώθει καλύτερα

Ένας απρόβλεπτος έρωτας. Where stories live. Discover now