ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η συνάντηση

148 17 3
                                    

   Είχαν μπει μόλις οι πρώτες μέρες του καλοκαιριού. Η Ελπίδα μόλις είχε τελειώσει την θερινή εξεταστική, περίμενε μαζί με την καλύτερη της φίλη την Λουκία να βγουν τα αποτελέσματα. Μια μέρα λοιπόν η Λουκία πρότεινε να πάνε σπίτι της, να της δείξει ένα καινούργιο φόρεμα που είχε αγοράσει για να το φορέσει στο πάρτυ της σχολής τους. Η Ελπίδα συμφώνησε και έτρεξαν αμέσως για το σπίτι της, όταν έφτασαν τις υποδέχτηκε η κυρία Άννα η μητέρας της, πάντα γλυκιά και ευγενική και αμέσως τους έφερε χυμό και διάφορα κεράσματα. Όταν πήγαν στο δωμάτιο και καθώς της έδειχνε το φόρεμα η Ελπίδα  με απορία ρώτησε

'' ρρ συ ο πατέρας σου τι δουλειά κάνει; τόσο καιρό έρχομαι σπίτι σου και δεν τον έχω πετύχει ποτέ, πρέπει να κουράζεται πολύ '' 

'' ο πατέρας μου είναι ναυτικός έρχεται εδώ για λίγο και μετά φεύγει λείπει για μήνες, όποτε και εγώ τον βλέπω ελάχιστα, αν και σήμερα έρχεται επιτέλους αν είναι περίμενε μέχρι να έρθει για να τον γνωρίσεις. Όπου να ναι πρέπει να φτάνει ''  απάντησε η Λουκία

   Και έτσι έγινε λοιπόν οι δυο φίλες κάθισαν έφαγαν, συζήτησαν και έπαιξαν στον υπολογιστή. Είχε πάει βράδυ και η Ελπίδα δεν μπορούσε να κάτσει άλλο έπρεπε να φύγει έτσι λοιπόν καθώς της άνοιξε η Λουκία την πόρτα για να φύγει, πέφτει πάνω σε έναν ψηλό και γεροδεμένο άντρα. Η Ελπίδα δεν μπορούσε να βγάλει άχνα, τον κοιτούσε για κάτι λεπτά χωρίς να μπορεί να πει λέξη. Ο άντρας αυτός ήταν ο κύριος Άρης ο πατέρας της Λουκίας.  Μα τι άντρας, τι βλέμμα, για την ηλικία όπου είχε κρατιόταν πολύ καλά, τον καμάρωναν όλοι στην γειτονιά ακόμη και η κόρη του.

'' πατέρα επιτέλους ήρθες. Σε περιμέναμε, από εδώ να σου γνωρίσω την φίλη μου την Ελπίδα ''

'' εμ γεια σας, χαίρομαι που σας γνωρίζω '' είπε η Ελπίδα, ντροπιασμένα.

'' είμαι ο Άρης χαίρομαι που σε γνωρίζω Ελπίδα, και χαίρομαι ακόμη περισσότερο που βλέπω ότι η κόρη μου συναναστρέφεται με τόσο όμορφα άτομα '' είπε εκείνος με μια γλυκιά φωνή.

Όντως η Ελπίδα ήταν πανέμορφη, είχε καστανόξανθα μακριά ίσια μαλλιά, μεγάλα πράσινα μάτια και ένα καλλίγραμμο σώμα. Έμοιαζε με άγγελο.

   Όταν η Ελπίδα πήγε σπίτι της ξάπλωσε και κοιτούσε στο κενό, το μυαλό της ήταν βυθισμένο στις σκέψεις, το μόνο που σκεφτόταν ήταν ο κύριος Άρης, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι της άρεσε ένας τόσο μεγαλύτερος άντρας και από την άλλη σκεφτόταν και την Λουκία πως θα της έλεγε κάτι τέτοιο; Όχι όχι....δεν μπορούσε, δεν έπρεπε να το μάθει μπορεί και να μην της ξανά μιλούσε, σκεφτόταν, δεν ήθελε να διακινδυνεύσει την φιλία τους. Και από την άλλη ήταν εκείνος, πως θα γύριζε να κοιτάξει μία τόσο νεότερη κοπέλα; Ήταν και παντρεμένος. Μετά από πολύ ώρα κοιμήθηκε με τις σκέψεις αυτές να την βασανίζουν.

   Το επόμενο πρωί, όπως κάθε πρωί η Ελπίδα πήγε για τα καθημερινά ψώνια και μετά πέρασε από την σχολή να δει αν βγήκαν τα αποτελέσματα. Τα οποία είχαν βγει και είχε μείνει σε δύο μαθήματα και αυτή και η Λουκία, αποφάσισε λοιπόν να πάρει τηλέφωνο την φίλη της να την ενημερώσει

'' έλα ρε μάντεψε. Μείναμε στις πρώτες βοήθειες και στην ψυχολογία και οι δύο ''

''Ά τέλεια ρε. Λοιπόν έχω μια ιδέα, τι θα έλεγες να έρχεσαι να διαβάζουμε μαζί να βοηθάμε και η μία την άλλη; '' είπε η Λουκία

Η Ελπίδα όσο ήταν εκεί ο κύριος Άρης δεν ήξερε αν θα μπορούσε να διαχειριστεί την όλη κατάσταση μέσα της, όμως έπρεπε να το αντιμετωπίσει κατάματα, όποτε συμφώνησε.

Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.
Ένας απρόβλεπτος έρωτας. Where stories live. Discover now