Κεφάλαιο 8

20 2 6
                                    

"Άρα, εδώ τελειώνει το ταξίδι μας..." Ήμουν φανερά απογοητευμένη που θα επιστρέφαμε στο κάστρο. Είχαμε όμως δει τις περισσότερες περιοχές του Βασιλείου της Φωτιάς και ο Τριστάνος είχε καταφέρει να διαπραγματευτεί ένα ταξίδι μόνο τέτοιας έκτασης.

"Γιατί;" Ρώτησε γελώντας και τον κοίταξα με ερωτηματικά στα μάτια.

"Θα συνεχίσουμε να περιπλανιόμαστε στο Βασίλειο της Φωτιάς;"

"Όχι. Συνεχίζουμε προς το Βασίλειο του Αέρα" Είπε και πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους μου για να συνεχίσουμε να περπατάμε. Το βλέμμα μου δεν έχω ιδέα πώς ήταν αλλά μπορούσα να νιώσω την αγάπη να εκπέμπεται από όλο μου το σώμα.

"Πώς θα φτάσουμε εκεί;"Ρώτησα με ενδιαφέρον.

"Τώρα ξεκινάει το δύσκολο κομμάτι"

"Χμ;"

"Πρέπει να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη ενός γητευτή γιατί κανείς δεν μπορεί να φτάσει στο Βασίλειο του Αέρα χωρίς ιπτάμενο μαγικό πλάσμα." Δεν κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσε αλλά ενευδα θετικά έχοντας του πλήρη εμπιστοσύνη.

Συνεχίσαμε να περπατάμε μέχρι που ο Φέργκους μας άρπαξε απότομα από τα χέρια.

"Υψηλότατοι!"Φώναξαν σε τέλειο συγχρονισμό οι τρεις σωματοφύλακες μας αλλά ήταν ήδη αργά.Μας είχαν περικυκλώσει κάτι πλάσματα που είχαν σώμα ανθρώπου και πρόσωπο με χαρακτηριστικά ζώου.

"Νομίζατε ότι θα σας αφήναμε τόσο εύκολα να βολτάρετε μέσα στο δάσος Ναριλάνγκ;"Γρύλισε ένας από αυτούς που ήταν στο κέντρο και έμοιαζε με αλεπού. Πρώτη μου φορά έβλεπα κάτι τέτοιο και ήταν αρκετά σοκαριστικό. Τα δάχτυλα του Τριστάνου μπλέχτηκαν αυτόματα με τα δικά μου και μου ζούλιξε το χέρι προσπαθώντας να μου δώσει δύναμη. Ζούλιξα κι εγώ. Δεν θα έπεφτα αμαχητή.

"Αχ συγγνώμη. Το Ναριλάνγκ είναι αυτό το δάσος; Πρέπει να πήραμε κάποια λάθος στροφή, έτσι δεν είναι τζουτζούκο μου;" Ο Τριστάνος με κοίταξε σαστισμένος μόλις άκουσε το παρατσούκλι και με είδε να του τσιμπώ το πηγούνι. Του έκλεισα το μάτι. Δεν θα μας πίστευαν ό, τι κι αν λέγαμε και σύντομα θα βρισκόμασταν αιχμάλωτοι αν όχι νεκροί. Έπρεπε να κάνουμε εμείς την πρώτη κίνηση.

Μου ένευσε για να μου δείξει ότι κατάλαβε και τύλιξε αργά τα δάχτυλα του γύρω από τη λαβή του ξίφους.

"Σε ποιον τα πουλάτε αυ-...;!"Η απειλητική του φωνή κόπηκε στιγμιαία καθώς ο Τριστάνος του πέταξε ξαφνικά το ξίφος του. Ο ζωόμορφος άνδρας έβγαλε ένα μουγκρητό πόνου καθώς η λεπίδα διαπέρασε το πόδι του και οι υπόλοιποι γύρισαν να τον κοιτάξουν. Αυτή ήταν η ευκαιρία μας!

Αμαλούρια: Απαγορευμένη ΑγάπηWhere stories live. Discover now