Το παζάρι και τα νέα αφεντικά

7 2 0
                                    

Όταν κάποιος πλησίαζε τον Λάγιο και του μιλούσε, αυτός απαντούσε με ένα μπλόκ και ένα μολύβι. Έκανε τον βουβό για να μην τον υποψιαστούν ποιος είναι και τον προδώσουν, αφού τα ράδια και οι εφημερίδες όλες μιλούσαν για αυτόν. Στο μπλόκ έγραφε πως ήταν βουβός, όχι κωφάλαλος, έτσι ώστε να μην θεωρείται ακατάλληλος για την δουλειά.

Στο τέλος του παζαριού τον πλησίασε ένας κύριος, που είχε αργήσει να κατέβει στο παζάρι, οπότε δεν υπήρχαν άλλοι υποψήφιοι βοσκοί πλην του Λάγιου, τον οποίο και πήρε. Λίγο με νοήματα, λίγο με το μπλοκ καταφέρανε να συνεννοηθούνε. Με κρύα καρδιά ο Μπάρμπα-Αλέξης –ο κύριος που τον πήρε- τον έβαλε σε ένα μικρό περιποιημένο αμάξι και έφυγε βιαστικά να πάει στο κοπάδι τα πρόβατα, τα οποία είχε αφήσει στη γυναίκα του να τα βόσκει μέσα στο κτήμα τους, με την βοήθεια των δυο χαριτωμένων κοριτσιών τους – το ένα οχτώ και το άλλο πέντε χρονών.

Όταν φτάσανε και τους είδε η κυρά-Φανή για μια στιγμή δυσαρεστήθηκε από την επιλογή του άντρα της, Καλωσόρισε με κρύα καρδιά τον Λάγιο και όταν έμαθε πως είναι βουβός, δυσαρεστήθηκε ακόμα πιο πολύ. Ο Λαγιος με την πρώτη ματιά που του έριξε η κυρά-Φανή κατάλαβε τα αισθήματα της προς αυτόν, αλλά έκανε πως δεν κατάλαβε τίποτα.

Ο κυρ- Αλέξης πήρε την κυρά Φανή με τα δυο κοριτσάκια της και με νόημα είπε στον νεαρό Λάγιο να αφήσει τα πρόβατα να βοσκήσουν καμιά ώρα, και μετά να τα φέρει στο μαντρί να αρμέξουν. Πήγαν, έπειτα, μαζί με την οικογένειά του στο σπιτάκι που είχαν στο μαντρί. Η κυρά- Φανή το πρώτο που του είπε ήταν :

«Δεν βρήκες κανένα άλλο; Αυτό το παιδί, άσε που είναι βουβό, είναι και μικρό. Δεν μπορεί ουδέ να βοσκήσει ουδέ να αρμέξει.»

Ο άντρας της, της απάντησε : «Τι να κάνω κυρά-Φανή ; Δε βρήκα καλύτερο, αυτός ήτανε μόνο. Αλλά από ότι βλέπω, αυτό το παιδί θα είναι το καλύτερο. Έχει χάσει τους γονείς του , από μικρό το συμμάζεψαν κάτι συγγενείς του, και το είχαν σα σκλάβο στα πρόβατά τους. Του έδιναν ένα ξεροκόμματο,ίσα να τον κρατούν ζωντανό. Αυτά μου 'πε με νοήματα, τα διάβασα στα χείλη του. Από ότι μου έδωσε να καταλάβω, έφυγε κρυφά, και φοβάται μην τον βρουν και τον πάρουν με την βία»

Τότε η κυρά-Φανή ανησύχησε ακόμα περισσότερο. Αφού τελείωσε αυτή η συζήτηση, σηκώθηκε ο κυρ-Αλέξης να μαζέψει λίγα ξύλα για το σπίτι, διότι δεν είχαν τότε ουδέ πετρογκάζι, ουδέ κουζίνα, που έχουν τώρα όλα τα σπίτια.

Σε λίγο ήρθε και ο Λάγιος με τα πρόβατα. Αφού έβαλαν τα πρόβατα στη στρούγκα, καθίσανε κι οι δύο να αρμέξουν. Ο Λάγιος, έβαλε τα δυνατά του, και άρμεξε τόσο καλά, που έμειναν όλοι άφωνοι. Έβγαλε πιο πολύ γάλα από τον κυρ-Αλέξη, ο οποίος ήτανε έμπειρος.

Όταν τελειώσανε με το άρμεγμα και πήραν το γάλα και τα ξύλα που μάζεψαν νωρίτερα, ο κυρ-Αλέξης είπε στον Λάγιο να βγάλει το κοπάδι να βραδιάσει για κάνα-δύο ώρες και μετά να το φέρει, να το βάλει πίσω και να φάει κάτι που του ετοίμασε η κυρά-Φανή. Έπειτα τον καληνύχτισαν, και έφυγαν για το σπίτι τους.

Αφού έφυγαν, ο Λάγιος κοίταξε γύρω του, βρήκε ένα τσεκουράκι και μερικά σύρματα, σφύριξε τα σκυλιά να πάνε μαζί του, άνοιξε την ρούγα από την αυλή, πήρε το κοπάδι και έφυγε για βοσκή. Πιο πέρα σε μια πλαγιά είχε αρκετά ξερά ξύλα, από τα οποία έκανε 5 δεμάτια την ώρα που έβοσκαν τα πρόβατα.

Σιγά-σιγά βράδιασε, οπότε μάζεψε το κοπάδι στο μαντρί, συγκέντρωσε τα δεμάτια μπροστά από την καλύβα, έριξε στα σκυλιά να φάνε και μετά άναψε φωτιά για να κάτσει να φάει. Κοίταξε στο σεντούκι που είχε αφημένο λίγο πιο εκεί ο κυρ-Αλέξης και βρήκε ένα τάπερ με φαγητό, το άδειασε σε ένα χάλκινο καθαρό κακαβούλι –ένα είδος κατσαρόλας-και αφού το ζέστανε, κάθισε να φάει. Είχε να φάει ζεστό φαγητό από την ημέρα που έφυγε από τον γέρο-Στέργιο...

Αφού έφαγε καλά, σηκώθηκε, έβγαλε το πουκάμισό του, το έπλυνε και το άπλωσε σε ένα κλαδί να στεγνώσει. Έπειτα ξάπλωσε να κοιμηθεί. Καθώς ήτανε κουρασμένος, ο ύπνος τον πήρε αμέσως.

Το στερνοπαίδι της Κυρά- ΦανήςOn viuen les histories. Descobreix ara