Μια ευχάριστη έκπληξη

19 4 0
                                    

Το χωριό ήτανε ξεσηκωμένο. Ο λαός φευγάτος, διασκορπισμένος στα χωριά της Πτολεμαΐδας λόγω του εμφυλίου .Στο χωριό έμειναν μόνο ο γέρο-Στέργιος, ο γέρο-Γρηγόρης και η κυρά -Κλεονίκη, επειδή τους ήταν δύσκολο να αφήσουν τα σπίτια τους μόνα, οπότε έμεναν με την ελπίδα να τα φυλάξουν. Το βράδυ μαζευόταν στο σπίτι του γέρου-Στέργιου για συντροφιά.

Εκείνη την νύχτα δεν έκλεισαν μάτι από αγωνία και φόβο. Για μια στιγμή η Κλεονίκη άκουσε ένα σιγανό κλάμα ενός μωρού. Έκανε να βγει ο γέρο-Γρηγόρης να δει τι συμβαίνει, μα ο γέρο-Στέργιος τον πρόλαβε: «καθίστε , θα βγω εγώ να πάω να δω τι γίνεται... Στο κάτω – κάτω τα ογδόντα τα έπιασα, τα έφαγα τα ψωμιά μου...». Αυτό που αντίκρισε όταν με κάποιες προφυλάξεις βγήκε έξω, ήτανε ένας τροβάς (= μάλλινος σάκος), κρεμασμένος σε ένα κλωνάρι από ένα δέντρο της αυλής. Μέσα στον τροβά ,όταν πλησίασε να δεi ήταν ένα αδύναμο αγοράκι. Το προσωπάκι του ήτανε γαλαζοκόκκινο από το κρύο όλης της νύχτας. Πήρε τον τροβά ο γέρο – Στέργιος ,κοίταξε γύρω μην είναι κανένας και τον πήρε μέσα στο σπίτι. Η κυρά – Κλεονίκη το πήρε, το συμμάζεψε , το άλλαξε με κάτι πρόχειρα πανιά και το σκέπασε με μια φλοκάτα βελέντζα. Ο γέρο – Στέργιος είχε λίγα πρόβατα κι εκείνη την νύχτα μια προβατίνα σχεδόν ταυτόχρονα γέννησε ένα αρνάκι. Ο γέρο – Στέργιος πήρε το αρνάκι, το πέταξε στα σκυλιά, τάισε την προβατίνα όσο το δυνατόν καλύτερα ,φώναξε τον γέρο – Γεώργιο να τον ακολουθήσει γρήγορα και όταν το παιδί ξύπνησε και άρχισε να κλαίει το πήγαν στα πρόβατα, πήραν την Λάγια την προβατίνα ( το Λάγια βγαίνει από το καφέ -μαύρο χρώμα που τότε έλεγαν λάγιο) και παρά την απορημένη έκφραση του γέρο – Γρηγόρη τοποθέτησε με πολύ δυσκολία το παιδί να θηλάσει στην Λάγια την προβατίνα. «Όλα τα περίμενα ,αλλά να δώσουμε με τέτοιο τρόπο γάλα στο παιδί, αυτό δεν το περίμενα καθόλου!» ακούστηκε από την πόρτα του μαντριού. Ήταν η κυρά – Κλεονίκη ,η οποία όταν συνειδητοποίησε ότι είχαν αργήσει πολύ να επιστρέψουν οι δυο γέροντες ανησύχησε και πήγε να δει τι συμβαίνει. Τώρα στεκόταν στην πόρτα και βλέποντας τι έκανε ο γέρο – Στέργιος έκανε τον σταυρό της και έλεγε χαμογελώντας: « Να δω τι άλλο θα ηδούν τα μάτια μου !». Ο γέρο – Στέργιος χαμογέλασε και αυτός . «Σήμερα έχουμε και τα βαφτίσια! » είπε , σήκωσε ψηλά το βρέφος και έπειτα φώναξε : «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού και παίρνει το όνομα Λάγιος !» .Η Λάγια η προβατίνα κατά τύχη βέλαξε εκείνη την στιγμή ,σαν να κατάλαβε πως στο βρέφος δόθηκε το όνομα της.

Οι μέρες περνούσαν, οιμήνες κυλούσαν, ο Λάγιος όλο και μεγάλωνε και η Λάγια συνήθισε να θηλάζει το τρισχαριτωμένο αγοράκικαι όταν ερχόταν η ώρα που το αγοράκι έπρεπε να θηλάσει βέλαζε σαν να ζητούσεκαι αυτή να θηλαστεί.

Αφού ξεκαθάρισε ο πικρός, φαρμακωμένος και αδελφοκτόνος εμφύλιος άρχισαν να επιστρέφουν οι φαμίλιες στο χωριό στα σπίτια τους. Ήρθε και η φαμίλια του γέρο – Στέργιου. Μπροστά προχωρούσε η γερόντισσα, πιο πίσω οι δυο γιοί της, οι δυο νεφάδες της και τα τρία εγγόνια. Μόλις είδαν τον γέρο – Στέργιο να κάθεται στο πεζούλι έξω από την πόρτα με ένα κακοτυλιγμένο αγοράκι στην αγκαλιά έμειναν άφωνοι ,αλληλοκοιτάχτηκαν και γέλασαν χωρίς βέβαια να ξέρουν τι συμβαίνει. Εκείνη την ώρα πλησίασε και η κυρά – Κλεονίκη, χαμογέλασε με το γλυκύτατο χωρίς πονηριά χαμόγελό της και κοίταξε τις δυο συννυφάδες και είπε: «Να σας ζήσει και το στερνοπαίδι και εύχομαι και τον παππού πάντα άξιος, γιατί τώρα στα γεράματα έγινε και νονός, το βάφτισε το παιδάκι και του έδωσε το όνομα της Λάγιας της προβατίνας στην οποία το έδωσε να το θηλάσει» και τους είπε όλη την ιστορία. Έπειτα τον Λάγιο τον πήρε η μεγάλη συννυφάδα στα χέρια, τον χάιδεψε, έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό. «Ποιος ξέρει τι απέγινε η μανούλα του! Μακάρι να ζει...» είπε η μικρότερη . «και κάποια μέρα να εμφανιστεί όχι μονάχα για να το πάρει αλλά και αν είναι σε άσχημη κατάσταση να την βοηθήσουμε » συνέχισε την σκέψη της ο γέρο –Στέργιος.

Το στερνοπαίδι της Κυρά- ΦανήςWhere stories live. Discover now