Το σχέδιο

7 2 0
                                    

Ο κυρ-Αλέξης έφυγε με τον Λάγιο για το κοπάδι. Σαν ξημέρωσε, η κυρά-Φανή πήρε τηλέφωνο στη Βλάστη. Το σήκωσε ο προϊστάμενος του ταχυδρομείου. Στην ερώτηση: «ποιος είναι;» η κυρά-Φανή έδωσε ψεύτικα στοιχεία. Έπειτα ρώτησε τι κάνει ο γέρο-Στέργιος. Ο προϊστάμενος έβγαλε έναν βαρύ αναστεναγμό και είπε πως ο γέρο-Στέργιος ήταν στα τελευταία του.

Αφού έκλεισε γρήγορα το τηλέφωνο, η κυρά-Φανή κίνησε προς το σπίτι της αδελφής της. Βρήκε τον σύγαμπρο της να προετοιμάζει τα ζώα, να πάει στην δουλειά του.

-Γιώργη άσε τα ζώα και κίνα γρήγορα στον Αλέξη στα πρόβατα. Στείλε μου εδώ τον τρίστανο αμέσως μόλις τον ηδείς. Είναι ανάγκη, πήγαινε όσο μπορείς πιο γρήγορα.

-Γιατί, τι συμβαίνει;

-Αυτό θα σου το εξηγήσω κάποια άλλη στιγμή- είπε η κυρία Φανή και έδιωξε τον κυρ-Γιώργο. Έπειτα, επέστρεψε στο σπιτικό της και μάζεψε τα ρούχα της και του Λάγιου για το ταξίδι.

Όταν είδε τον Γιώργο να πλησιάζει με το άλογό του, ο κυρ-Αλέξης ένιωσε να τον ζώνουν τα φίδια. «Κάτι συνέβη»- είπε στον Λάγιο. Τον παρακολούθησαν μαζί να κατεβαίνει από το άλογο και να κινείται με γοργές κινήσεις προς το μέρος τους.

-Τριστάνο-είπε- έμπα στο αμάξι του κυρ-Αλέξη να σε πάει γρήγορα κάτω. Μου είπε να σας πω η κυρά-Φανή, δεν έδωσε εξηγήσεις...

Τα παράτησαν όλα όπως ήταν και έφυγαν βιαστικά.

Η κυρά-Φανή τους περίμενε στην αυλή. Με βαριά καρδιά παρότρυνε τον νεαρό Λάγιο να βιαστεί:

-Τράβα ντύσου γρήγορα, τον προλαβαίνουμε δεν τον προλαβαίνουμε τον γέρο-Στέργιο...

Εν όση ώρα ντυνόταν ο Λάγιος, ο κυρ-Αλέξης έδινε συμβουλές στην σύντροφό του, ώστε να μην κάνουν κανένα λάθος και πέσει σε καμία παγίδα ο Τρίστανος.

-Αν και... τον Τρίστανο δεν τον φοβάμαι, είναι ξύπνιο παλικάρι και θα τα καταφέρει-έλεγε.

Ο Λάγιος βγήκε από το σπίτι. Αποχαιρέτησε τον κυρ-Αλέξη και μαζί με την στερνομάνα του μπήκε στο ταξί.

Τον ταξιτζή η κυρά-Φανή τον γνώριζε προσωπικά. Έβγαλε να τον πληρώσει και τον παρακάλεσε:

-Όσο μπορείς πιο γρήγορα να μας πάς στο Καλιάρι (σημερινή Πτολεμαΐδα), στο χωριό Βλάστη. Θα μας πάς, θα μας αφήσεις και θα φύγεις, και δεν θα πεις σε κανέναν ποιους έφερες. Υπάρχει σοβαρός λόγος... Πάρε και εκατό δραχμές παραπάνω, να πιείς έναν καφέ.

Ο ταξιτζής ευχαρίστησε την κυρά-Φανή και ξεκινήσανε το ταξίδι τους. Τρέχανε όσο γινόταν πιο γρήγορα, μα και σταθερά, ώστε να μην πάθουνε και καμία ζημιά. Μέσα σε δυο ώρες βρισκόταν στη Βλάστη.

Σε ένα σημείο, ο Λάγιος είπε να σταματήσουν. Ευχαριστήσανε τον οδηγό και του παραγγείλανε να φύγει και να μην σταματήσει πουθενά στον δρόμο του.

Αφού ξεπροβόδισαν με τα βλέμματα τους το αμάξι, ο Λάγιος ψιθύρισε στην Φανή:

-Μάνα, εκείνο είναι το σπίτι του γέρο-Στέργιου. Θα πας, θα χαιρετήσεις τυπικά και θα ζητήσεις να τον δεις. Από εκεί και πέρα κάνε όπως νομίζεις και θεωρείς σωστό. Μετά από κανένα δεκάλεπτο περίπου θα έρθω και εγώ και θα κάνω όπως μας βολέψει. Πάντως εσύ θα δείξεις μια αδιαφορία για εμένα, να μην φανεί πως γνωριζόμαστε. Εγώ μάλλον θα χαιρετήσω γλήγορα τον γέρο και θα φύγω, να μην με πιάσει η αστυνομία.

Την κατατόπισε όσον αφορά όλα τα ζητήματα που ήταν απαραίτητο και χωρίσανε.

Το στερνοπαίδι της Κυρά- Φανήςحيث تعيش القصص. اكتشف الآن