𝑰. Χαλκός, χρυσός και... Σίλβερ!

2K 168 374
                                    

Σηκώθηκε από το κρεβάτι του με την περιδίνηση της παρανομίας που διαπράττει εδώ και αρκετό καιρό να μην τον αφήνει ήσυχο. Ξέρει πολύ καλά πως αυτό που κάνει δεν είναι σωστό και ηθικό μα άλλη επιλογή δεν έχει, οτιδήποτε κι αν προσπάθησε τον πέταξε σύντομα στον δρόμο, δίπλα στον Τσακ.

Η μητέρα του ψάχνει κατά καιρούς να του βρει κάτι που θα μπορούσε να ασχοληθεί, κάτι νόμιμο που δεν θα τον έκανε θέμα στην γειτονιά. Δεν ντρέπεται για το παιδί της, αντιθέτως αλλά βλέποντάς το χαραμίζεται σε κάτι τόσο πρόσκαιρο, απογοητεύεται.

Αποδίδει αυτή την πορεία που επέλεξε συνειδητά ο γιος της στην απώλεια του πατέρα του από όταν η Πέιτον γεννήθηκε, αδυνατεί να πιστέψει πως το διάλεξε συνειδητά. Μα αν ο άντρας της δεν είχε φύγει...

«Που πας Μπλέηκ;» η μητέρα του στέκεται στην πόρτα σκουπίζοντας τα χέρια της από τα νερά όσο εκείνος φορούσε το καλό παντελόνι του που είχε πάρει την προηγούμενη εβδομάδα. «Πάλι με τον Τσακ θα είσαι;» ρίχνει την επόμενη ερώτησή της περιμένοντας μια απάντηση που δεν έρχεται από τον γιο της. «Δεν έχεις βαρεθεί να κάνεις τέτοια πράγματα;»

Ψάχνει το καλό του μπλουζάκι και το βρίσκει σιδερωμένο στην ντουλάπα του, δίπλα από μερικές ακόμη μπλούζες που αγόρασε με τα λεφτά που αντάλλαξε για το ρολόι που είχε κλέψει εκείνη την μέρα.

«Παιδί μου..» μουρμουρίζει η μητέρα του κάπως απογοητευμένη.

«Μάνα μην ανακατεύεσαι.» την προσπερνά και βγαίνοντάς από το μικρό δωμάτιό του και με τις μυρωδιές από το πρωινό που φτιάχνει η αδερφή του, μπαίνει στην κουζίνα.

«Να σου φτιάξω μια ομελέτα;» ρωτά χαρωπά τον αδερφό της που της ανταποδίδει με μια αγκαλιά και ένα απαλό φιλί στο μέτωπο.

«Θα φάω με τα παιδιά αλλά όταν θα γυρίσω το βράδυ θα φάω ό,τι φτιάξεις.» χαϊδεύει τα μαλλιά της και εισπνέει βαθιά για να απολαύσει την μυρωδιά του λιωμένου τυριού και του ψημένου αυγού. «Να σου φέρω τίποτα από έξω;»

«Μην της φέρεις τίποτα.» πετάγεται η μητέρα τους και η Πέιτον την κοιτά μπερδεμένη. «Αν είναι να το κλέψεις, δεν το θέλω στο σπίτι μου.»

«Δεν τα κλέβω μαμά, τα κερδίζω. Μην ανησυχείς.» βάζει ένα ποτήρι χυμό σε ένα ποτήρι που πιάνει από το ντουλάπι και της χαμογελά για να ελαφρύνει το κλίμα. Βλέποντας την μητέρα του κάπως πιο σκεπτική ωστόσο θέλει να μάθει τι θέλει να του πει.

Bonnie And ClydeΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα