𝑿𝑿𝑿𝑰𝑰𝑰. Φίλε έλα απόψε που πονάω

666 96 113
                                    

Το δωμάτιο έπεσε σε σιγή.

Και όλοι κοίταξαν την Μπόνι η οποία δεν είπε τίποτε, περιέργως μα και δικαιολογημένα από την άλλη.

Ο Κλάιντ είναι ο μόνος που κοιτάει το κομμάτι τραπεζιού μπροστά του ενώ η Μπόνι μιμείται την στάση του, κρατώντας σοβαρό ύφος και χωρίς να αφήνει καμία αδυναμία να διαπεράσει εκείνον τον τοίχο που πρόλαβε να χτίσει.

«Είσαι σίγουρος γι' αυτό;» ρωτάει η Περλ από το βάθος της αίθουσας και ο άνδρας γνέφει γρήγορα. Την ίδια στιγμή, η Μπόνι μιλάει.

«Τέλεια, άρα δεν χρειάζομαι άλλο εδώ πέρα.» Σηκώνεται ευθύς, κάνει στην άκρη την καρέκλα της, φτιάχνει το μαλλί της να κάθεται πίσω από τους ώμους της και ετοιμάζεται να φύγει, όταν σηκώνεται και ο ίδιος ο Κλάιντ.

«Γιατί να φύγεις;» Η ερώτηση της έδωσε λίγες παραπάνω αναπνοές.

«Ομάδα μου δεν είσαι, αναφορά δεν δίνω.»

«Να σου πάρω ένα γλειφιτζούρι; Έτσι δεν λέμε στα πεντάχρονα;»

«Αυτό που εννοώ είναι ότι απλά τώρα που δεν έχω κάποιον να με δεσμεύει, γυρνάω στις παλιές καλές εποχές, όταν απείχα.»

«Δεν σε ανάγκαζε κανένας για τίποτα.»

«Κλάιντ...» χαμογελάει και παραξενεύει τους περισσότερους. «Ξεχνάς ότι εγώ σου έδωσα όνομα. Εγώ διάλεξα εσένα, όχι εσύ εμένα.»

«Εννοείς ο πατέρας μου σε διάλεξε για εμένα.»

Θα ορκιζόταν ότι άκουσε κάποιους να εκπλήσσονται, δεν πίστευαν ότι θα μιλούσαν τόσο «ανοιχτά» γι' αυτό το θέμα.

«Όχι, εννοώ ότι εγώ σε διάλεξα.»

Η γκριζομάλλα δεν μένει άλλο στην συζήτηση και αποχωρεί από το δωμάτιο με το ύψος των ώμων της να μαρτυρούν μια περηφάνεια που κάποιες μέρες νωρίτερα του είχε δείξει πως έχει υψώσει ψηλά με τα λόγια της.

Περπατά και χάνεται από το οπτικό πεδίο των περισσότερων ώσπου την στιγμή που ακούει καθαρά κάποιες ομιλίες χωρίς να τους βλέπει σταματά, πιάνει το στέρνο της και σφίγγει τα μάτια της. Σαν να κρατούσε ένα συναίσθημα ώρα και τώρα που το απελευθέρωσε δέχεται τις συνέπειές του.

Πίσω στην αίθουσα τα πράγματα είναι για λίγο σιωπηλά μα έπειτα ο Λέτερ αποφασίζει να πάρει τα ινία στα χέρια του και να κατευθύνει τον Κλάιντ στην οργή.

«Τσάμπα το τατουάζ λοιπόν.»

«Κι έλεγα, δεν άκουσα καμία παπαριά σήμερα.»

Bonnie And ClydeWhere stories live. Discover now